Έναν περίπου χρόνο μετά τον θάνατο του Κόρμακ Μακάρθι (Cormac MacCarthy), που έφυγε από τη ζωή στις 23 Ιουνίου του 2023, σε ηλικία 90 ετών, έχουμε την τύχη να κρατάμε στα χέρια μας τη μετάφραση του σημαντικότερου έργου του, κι ίσως ενός από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα στην ιστορία της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για το «Αιματοβαμμένος μεσημβρινός ή Το δειλινό κοκκίνισμα στη Δύση», που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε δεξιοτεχνική -έξοχη- μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή από τις εκδόσεις Gutenberg. Το βιβλίο, που μεταφράζεται για τρίτη φορά στα ελληνικά, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1985, αφήνοντας μάλλον μέτριες εντυπώσεις στην κριτική, αλλά έχει αναδειχθεί κατά τη διάρκεια του αιώνα μας σε μυθιστόρημα ολκής, μολονότι είναι βουτηγμένο στη βία, το αίμα και τη βουβή απόγνωση. Κάτι που ίσως να συγκράτησε τους πρώτους κριτικούς του, όπως και τους πολλούς σκηνοθέτες και παραγωγούς, οι οποίοι ξεκίνησαν κατ’ επανάληψη την προσπάθεια για την κινηματογραφική μεταφορά του, χωρίς ποτέ οτιδήποτε να ευοδωθεί.
Ο Μακάρθι γεννήθηκε στο Τενεσί. Ήδη με το πρώτο του μυθιστόρημα, «The Orchard Keeper» (1955), κερδίζει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του Ιδρύματος Φόκνερ. Με τον «Αιματοβαμμένο μεσημβρινό» (μτφρ. Σπήλιος Μενούνος, 1992, και Αύγουστος Κορτώ, 2011) θα γίνει περιζήτητος στο διεθνές στερέωμα. Ακολουθεί η «Τριλογία των Συνόρων» με τα μυθιστορήματα «Όλα τα όμορφα άλογα» (μτφρ. Αλέκος Μπενρουμπής, 2000), «Το πέρασμα» (μτφρ. Άννα Παπασταύρου, 2003) και «Πεδινές πολιτείες» (μτφρ. Αλ. Μπενρουμπής, 2009). Μεγάλη ανταπόκριση συναντούν και τα «Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους» (μτφρ. Αύγ. Κορτώ, 2008) και «Ο δρόμος» (μτφρ. Αύγ. Κορτώ, 2007), που κατάφεραν να γίνουν κινηματογραφικές ταινίες, αντίθετα από, τι συνέβη με τον «Αιματοβαμμένο μεσημβρινό». Ο Μακάρθι βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων, με το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, με το Βραβείο Κριτικών ΗΠΑ το 1992 («Όλα τα όμορφα άλογα») και με το Πούλιτζερ λογοτεχνίας το 2007 («Ο δρόμος»).
Τι ακριβώς γίνεται, όμως, με τον «Αιματοβαμμένο μεσημβρινό»; Ένας δεκατετράχρονος από το Τενεσί, τη γενέτειρα, υπενθυμίζεται, του Μακάρθι, που αναφέρεται απλώς ως «το παιδί», περιπλανιέται στα σύνορα του Τέξας με το Μεξικό στα μέσα του 19ου αιώνα. Όταν θα συναπαντηθεί με τη συμμορία Γκλάντον, θα αρχίσει να ξετυλίγεται στη δράση μια σφιχτή όσο και βαριά αλυσίδα σφαγών. Η συμμορία εξοντώνει σωρηδόν Ινδιάνους για να τους πάρει και να πουλήσει το σκαλπ (το τριχωτό της κεφαλής τους), φτωχούς Μεξικανούς, στρατιώτες του μεξικανικού στρατού, αλλά και όποιον ή ό, τι σταθεί μπροστά της: άσχετους σε δρόμους και μπαρ, μωρά παιδιά, σκύλους και άλογα. Με την ίδια πάντοτε ψυχρότητα, ψυχρότητα που συμμερίζεται και ο τριτοπρόσωπος, αντικειμενικός αφηγητής, ο οποίος στήνει γύρω από την εξωφρενική συμμορία ένα μονίμως ρημαγμένο τοπίο με πλήθος άλλους νεκρούς (σε διαλυμένα καραβάνια, σε διαφορετικά σημεία της ατέλειωτης πορείας της, σε ακατοίκητες τοποθεσίες), και με κάτι σαν εγγενή προδιάθεση για την καταστροφή.
Με σαφή, ξεχωριστής ακρίβειας λόγο, με κοφτές προτάσεις, με διαλόγους οι οποίοι σχεδόν δεν διακρίνονται από τα αφηγηματικά μέρη του κειμένου, ο Μακάρθι αγκαλιάζει τη φύση με έναν δραματικό λυρισμό ενισχυμένο από νατουραλιστικές ή ακόμα και εξπρεσιονιστικές παραμέτρους, αναγκάζοντας το περιβάλλον να συμμετάσχει στα πάθη των ανθρώπων – όχι για θρηνήσει τη μοίρα τους, αλλά για να υποβάλει πιο υποβλητικά το χάος τους. Φύση, τοπία και τελετουργικοί θάνατοι στον «Αιματοβαμμένο μεσημβρινό» γίνονται ένα με την ανθρώπινη κακία, συμπυκνωμένη στο πρόσωπο του δικαστή Χόλντεν. Πανύψηλος, άτριχος, θηριώδης, εξεζητημένος λόγιος και δεινός εκτελεστής, ο Χόλντεν κρατάει και το κλειδί για να επιδώσει το μήνυμα το οποίο θα εκπέμψει ο συγγραφέας. Ο πόλεμος είναι ιερός, λέει ο δικαστής, και η ισχύς του είναι η ισχύς του αφανισμού ο οποίος θα επιφέρει μια ολομέτωπη ανακαίνιση του σύμπαντος. Εντοπίζουμε ασφαλώς εδώ έναν γνωστικιστικό ή μάλλον έναν νιτσεϊκό απόηχο, όμως «Ο αιματοβαμμένος μεσημβρινός» δεν είναι, υπό αυτή ακριβώς την έννοια, ούτε η βίαιη ιστορία της Αμερικής (με την απάλειψη των Ινδιάνων από προσώπου γης, με τις ιστορικές διεκδικήσεις επί του Μεξικού και με τη φονική κουλτούρα της οπλοφορίας) ούτε η ηθική και η πολιτική της καταγγελία. Εκείνο που κατατρώγει επί της ουσίας τον Μακάρθι είναι η ριζωμένη πεποίθηση για την προαιώνια ικανότητα των δυνάμεων του Κακού, η καταστατική έλλειψη εμπιστοσύνης σε οποιαδήποτε ανθρώπινη δυνατότητα – η μηδενική αξία κάθε θετικής ενέργειας και η υπαρξιακή καταβύθιση στο απόλυτο κενό. Πίσω, βεβαίως, από τις σιωπές και την άρνηση της αφήγησης να ταυτιστεί με το παιδί, με τον Χόλντεν και με τη μανία της αποσάθρωσης η οποία τους εκτρέφει, είναι πιθανόν να ανακαλύψουμε μια μετα-αποκαλυψιακή ηθική για το τέλος του ανθρώπινου είδους.
Ο «Αιματοβαμμένος μεσημβρινός» αποτελεί μια ειδολογική μίξη του γουέστερν με το ιστορικό μυθιστόρημα. Ιστορικό μυθιστόρημα επειδή ο αφηγηματικός χρόνος εκκινεί μετά τη λήξη του πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Μεξικού, ύστερα από την αναμεταξύ τους σύγκρουση για το πού ακριβώς βρίσκονταν τα σύνορα με το Τέξας. Οι ΗΠΑ επέβαλαν μια έκταση που φτάνει δυτικά από το Ρίο Γκράντε μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό. Είναι οι περιοχές στις οποίες κινούνται μεταξύ 1848 και 1849 οι μυθιστορηματικοί ήρωες μαζί με τους χρυσοθήρες και τον ασυγκράτητο τυχοδιωκτισμό τους. Είναι επιπλέον τα χρόνια της συνεργασίας της συμμορίας Γκλάντον με τις μεξικανικές αρχές. Το πλαίσιο αυτό δίνεται χαλαρά στο μυθιστόρημα του Μακάρθι, υποστηρίζοντας, ωστόσο, έστω και έτσι το ιστορικό του πρόσημο. Όσο για το γουέστερν, είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για παρωδία γουέστερν ή για αντι-γουέστερν αφού κανένα από τα τυπικά χαρακτηριστικά του γουέστερν (αγώνας για την επιβολή του νόμου, σκληροί πλην τίμιοι άντρες, άτεγκτη θέληση για εγκατάσταση στη γη και φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον) δεν ισχύει στην περίπτωσή του – κανένα από αυτά δεν προλαβαίνει καν να τεθεί προκειμένου να ανατραπεί. Μένει ο μαγικός μυθιστορηματικός κόσμος, που αποσπά τη λαχανιασμένη προσοχή μας χωρίς να υμνήσει αισθητικά το Κακό – θα σπεύσει απλώς να μνημονεύσει τη δαιμονική του παρουσία.