Σε ένα σύμπαν ολότελα διαφορετικό από αυτό που συνήθως κατατάσσουμε τα αντικείμενα στην επικράτεια του καταναλωτισμού και στο ιδιαίτερο βασίλειο της Τέχνης μας εισάγει η έκθεση του Δημήτρη Μεράντζα «Η αισθητική της απελπισίας και της απόγνωσης» στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων, που εγκαινιάσθηκε την Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου και θα διαρκέσει έως τις 17 Απριλίου.
Τα 120 έργα που αποτελούν την έκθεση, σε επιμέλεια του Χριστόφορου Μαρίνου, συνθέτουν μία αντι-εικόνα για όσα έχουμε συνηθίσει για τη χρηστική λειτουργία των αντικειμένων και τον αισθητικό ρόλο των έργων τέχνης και όλης της διαδικασίας που εμπεριέχουν, το ντιζάιν, τη δημιουργική έμπνευση και κυρίως το υλικό ως μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας ή του λειτουργισμού του καθημερινού πράγματος. Πρωτίστως, ανοίγει μεγάλα ερωτήματα σχετικά με την οντολογία του λειτουργικού αντικειμένου και του έργου τέχνης.
Το αναπάντεχο αυτό οικιστικό περιβάλλον που δημιουργεί ο Μεράτζας είναι σκηνοθετημένο από μία σειρά αναδημιουργίες επίπλων και πινάκων, αναπροτάσεις χρηστικών αντικειμένων της καθημερινότητας, που όμως μέσα από την καλλιτεχνική προθετικότητα του δημιουργού και χάρις στο υπαινικτικό μήνυμά τους (όπως αυτό αναδύεται μέσα από τους τίτλους των έργων, αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα τους) αναβιβάζονται στην περιωπή της τέχνης. Έξαφνα μία ζάντα ή ένα μπιτόνι και παλιοί σωλήνες αναπλάθονται για να μετατραπούν σε μία λάμπα, φθαρμένα ξύλα και σάπια σίδερα σε ένα πρωτότυπο τραπέζι ή καρέκλα, χρώματα αυτοκινήτου ως μπογιές για ένα κάδρο, που κι αυτό απαρτίζεται από ετερόκλητα υλικά κι όχι έναν συμβατικό καμβά-το ίδιο συμβαίνει και με τα υπόλοιπα αντι-έπιπλα, που ταυτόχρονα είναι έργα τέχνης (μη χρηστικά) και λειτουργικά αντικείμενα.
Το διαφορετικό ντιζάιν και η ιδιαιτερότητα των ετερόκλητων υλικών, κυρίως ταπεινά παρατημένα, χρησιμοποιημένα, φθαρμένα κι άχρηστα προϊόντα ή θραύσματα ενός καταναλωτικού αποθέματος, που χάνουν τη σημασία τους και κυρίως την αξία τους μετά τη χρήση ή το ξεπέρασμά τους, με μία μαστορική ανακατασκευή και συμπλήρωσή τους με ανοίκεια στοιχεία, κερδίζουν μία δεύτερη ζωή. Σε μία αντίστροφη πορεία από εκείνη που περιγράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν για το έργο στην εποχή της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας, τα αντικείμενα αυτά αποκτούν μία νέα «αύρα», αντί να χάνουν την πρώτη τους αξία, είτε ως παράγοντες ενός κοινωνικού status, είτε ως προϊόντα της καλλιτεχνικής παραγωγής.
Τα αντικείμενα αυτά στην έκθεση του Μεράντζα είναι ταυτόχρονα μία νέα οικολογική πρόταση ανακύκλωσης, αλλά συνάμα κι ένα σχόλιο για το περιεχόμενο και τη σημασία που έχει η λειτουργία ενός αντικειμένου και τις κοινωνικές συνθήκες και τις αισθητικές ιδιότητες που πρέπει να συντρέχουν για ένα πράγμα, ώστε να λογίζεται ως έργο τέχνης. Ο Μεράντζας με τα έργα του επισκοπεί με τρόπο υπαινικτικό και με αρκετή δόση ειρωνείας τη σχέση ανάμεσα στο objectum και του abjectum –το αποδεκτό «αντικείμενο» και το αδιάφορο «απόρριμμα». Ιδίως όταν, μέσα από τη μαστορική του παρέμβαση, αυτά τα δύο αλλάζουν θέση και το απόρριμμα, μετασχηματιζόμενο σε έργο τέχνης γίνεται πιο σημαντικό από το φυσικό αντικείμενο καθαυτό.
Τα έργα του Μεράντζα μας αποκαλύπτουν την κρυφή οντολογία των πραγμάτων, όπως θα έλεγε και ο John Searle τα «κοινωνικά αντικείμενα», που έχουν μία ιδιαίτερη πραγματικότητα. Σε αυτήν την «κοινωνική οντολογία», βρισκόμαστε μπροστά σε τούτα τα «ορφανά αντικείμενα» (κατά τον Remo Bodei) που έχουν εγκαταλείψει οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες τους και καλούμαστε να τα «υιοθετήσουμε» να τους ξαναδώσουμε μία νέα ζωή, χωρίς ωστόσο να χάνουν την προηγούμενη ζήση τους–σχεδόν σάμπως να μετακενώνουμε την «ψυχή» τους σε ένα νέο σώμα.
Όμως γιατί η αισθητική των νέων πραγμάτων, που ξαναπαίρνουν ζωή, που ξαναποκτούν νόημα και λειτουργία θα πρέπει να σχετίζεται με την απελπισία και την απόγνωση, όπως υπογραμμίζει ο τίτλος που επέλεξε ο Μεράντζας. Είναι μόνο η οικονομική δυσκολία ή το οικολογικό πνεύμα που οδηγεί στην ανακύκλωση των υλικών και στην επανάχρησή τους; Μάλλον είναι κάτι πιο βαθύ ακόμη, εάν σκεφτούμε ότι στο «Πένθος και μελαγχολία» ο Ζίγκμουντ Φρόιντ μας περιγράφει (κι αργότερα το επαναλαμβάνουν τόσο κι ο Γκι Ντεμπόρ, όσο κι ο Ζορζ Περέκ στο αριστουργηματικό του μυθιστόρημα «Τα Πράγματα») πόσο μας είναι δύσκολο κι υποφέρουμε, θρηνούμε, όταν θραύεται ο δεσμός που αναπτύσσουμε με τα πράγματα, στα οποία επενδύουμε τα λιμπιντινικά μας ψυχόρμητα. Πόσο δυσκολευόμαστε να απαλλαγούμε απ’ αυτά και συχνά πασχίζουμε να κατευνάσουμε το «πένθος» αυτό και τη μελαγχολία, αντικαθιστώντας τα με άλλα αντικείμενα, ακόμη και μικρότερης αξίας (συμβολικής ή καταναλωτικής) από τα προηγούμενα, σε μία ηρωϊκή διαμαρτυρία για την παροδικότητα και το μη αναστρέψιμο του χρόνου (και της χρήσης των πραγμάτων).
Στη σημερινή καταναλωτική εποχή, μας υπενθυμίζει ο Μεράντζας, οι άνθρωποι επιβιώνουμε περισσότερο από τα αντικείμενα που μας περιβάλλουν. Αυτά «πεθαίνουν» γιατί έχουν ημερομηνία λήξης πολύ πριν τη φυσική φθορά τους και γιατί είναι παρωχημένα ως αξίες, ανταλλακτικές ή συμβολικές και status των πραγμάτων, παρά γιατί φθείρονται ή έχουν χάσει τη χρηστική ικανότητά τους. Λειτουργούν, αλλά είναι ξεπερασμένα, από άλλα πιο «προηγμένα» στις τεχνικές δυνατότητες ή πιο ωραία στο ντιζάιν ή τη συμβολική αξία τους.
Όμως στην καταναλωτική κοινωνία, τίποτε δεν πάει χαμένο, όλα ανακυκλώνονται κι αποκτούνε μία νέα χρηστική λειτουργία. Όμως στον Μεράντζα η ανακύκλωση τούτη δεν είναι μόνο λειτουργική, δεν αποτελεί μία απλή ανακύκλωση, δεν είναι απλή αντικατάσταση. Κυρίως επανασυνδέουν τη διακοπείσα σχέση του ανθρώπου με τα αντικείμενα, μέσα από την τελετουργία της μαστορικής τους επαναδιαμόρφωσης. Εν ενί λόγω διασώζουν την ψυχή του πράγματος υπό άλλη μορφή.
Γιώργης-Βύρων Δάβος
«Η αισθητική της απελπισίας και της απόγνωσης:
Οικιακά χρηστικά αντικείμενα και προϊόντα διανοητικής ευελιξίας»
Επιμέλεια της έκθεσης: Χριστόφορος Μαρίνος
Διάρκεια Έκθεσης 27/2-17/4/2025
Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων (Κτίριο Β):
Λεωνίδου & Μυλλέρου, Πλ. Αυδή, Μεταξουργείο
Πληροφορίες: 210 5202420| www.opanda.gr.
