Πέθανε ο πεζογράφος Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, που γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας το 1930.
Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο οικογενειακό κτήμα στα όρια του Πύργου και τέλειωσε το πρακτικό τμήμα του εκεί Γυμνασίου. Ο θάνατος του πατέρα του κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (1943) προκάλεσε και την οικονομική καταστροφή της οικογένειας. Σπούδασε στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1949-1955), με ειδίκευση στην παθολογία και μετεκπαίδευση στην υγιεινολογία.
Παραιτήθηκε το 1958, υποχρεώθηκε ωστόσο να επιστρέψει και από το 1959 ως το 1968 έζησε στην Καβάλα. Εκεί συνεργάστηκε με το περιοδικό “Αργώ” και υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού “Σκαπτή Ύλη” και ιδρυτής της κινηματογραφικής λέσχης της πόλης. Στο στράτευμα παρέμεινε ως το 1983, οπότε αποστρατεύτηκε μετά από δική του αίτηση με τον βαθμό του ανώτερου γενικού αρχίατρου, έχοντας στο μεταξύ συμβάλει στην προώθηση των στρατιωτικών προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής και διατελέσει για έξι χρόνια διευθυντής σύνταξης του περιοδικού “Ιατρική Επιθεώρησις Ενόπλων Δυνάμεων”. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1962 με τη δημοσίευση του διηγήματος “Οι Φρακασάνες” στο περιοδικό “Αργώ”. Συνεργάστηκε επίσης με περιοδικά όπως τα “Ταχυδρόμος” (Καβάλας), “Διάλογος” (Θεσσαλονίκης), “Διάλογος” (Λεχαινών), “Αντί”, “Χάρτης”, “Χρονικό” κ.α.
Ο Παπαδημητρακόπουλος θα τυπώσει το πρώτο του βιβλίο έναν μόλις χρόνο πριν από την πτώση της χούντας και δεν θα πάψει σε όλη τη διάρκεια της παραγωγής του να εικονογραφεί την καθημερινότητα της ελληνικής περιφέρειας μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: μια καθημερινότητα με τις αστείες ή τις σοβαρές πλευρές της αλλά και με τις μεγάλες ή τις μικρές χαρές της, που συμπυκνώνει το τυχαίο, το περαστικό και το απρόσμενο σε ένα στιγμιότυπο ικανό να αποκαλύψει το σύμπαν.
Τα θέματα του Παπαδημητρακόπουλου εμφανίζονται με μια παντελώς ανύποπτη μορφή η οποία σίγουρα θα μας εξαπατήσει αν θελήσουμε να παραμείνουμε στην εξωτερική τους όψη. Τι βλέπουμε από αυτή την άποψη στην πρώτη περίοδο της δουλειάς του που αποτελείται από τις συλλογές Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη (1973), Θερμά θαλάσσια λουτρά (1980) και Ο Γενικός Αρχειοθέτης (1989); Eναν ελαφρώς κουρασμένο από τη ζωή του αφηγητή ο οποίος θα βάλει τον εαυτό του στο κέντρο της δράσης για να διηγηθεί διάφορα συμβάντα από τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια, όπως και από κάποιες φάσεις της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας.
Οι αναμνήσεις από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, οι οικογενειακές ώρες στο σπίτι ή στα παραθεριστικά θέρετρα της εποχής, οι πρώτες ερωτικές εμπειρίες, οι αργόσυρτοι κοινωνικοί ρυθμοί της επαρχίας και οι ξαφνικοί, προκλητικά αναίτιοι ή εξόφθαλμα παράλογοι θάνατοι παρουσιάζονται εν προκειμένω με μια εύληπτη και ιδιαιτέρως λιτή φόρμα που αναβιώνει την ατμόσφαιρα ενός κόσμου βυθισμένου εξ ολοκλήρου στο παρελθόν.
Η στάση του αφηγητή μοιάζει μονίμως αποδραματοποιημένη και αντιδραματική: όσο δυσκολότερες είναι οι καταστάσεις που τον απασχολούν τόσο περισσότερο μειώνεται η συναισθηματική θερμοκρασία του φιλτραρίσματός τους -με πρόδηλο αποτέλεσμα τη δραστική επίταση της ενέργειάς τους. Η στάση αυτή συνδυάζεται με μια στρατηγική παρέλκυσης της προσοχής του αναγνώστη. Ο Παπαδημητρακόπουλος στρέφει πολλές φορές την αφήγηση στα επουσιώδη των ιστοριών του, υποδεικνύοντας μόνο διά της πλαγίου το απώτερο βάθος τους: το άγχος της ύπαρξης, την αγωνία για το επικείμενο τέλος ή την πικρή συναίσθηση μιας ανέκκλητης φθοράς.
Την τακτική της παρέλκυσης του αναγνώστη θα συναντήσουμε και στη Ροζαμούνδη (1995) όπου ο συγγραφέας θα καταφύγει και σε ένα άλλο επινόημα: τη γλώσσα και την εικονοπλασία του ονείρου. Σε πεζογράφο με την ιδιοσυγκρασία του η μετατόπιση δεν θα μπορούσε εν ουδεμία περιπτώσει να εξελιχθεί σε θέαμα. Τα πάντα στα κατ’ όναρ τοπία του ξεκινούν σαν να μην τρέχει το παραμικρό. Πρόσωπα και πράγματα δείχνουν απολύτως κανονικά και αμετακίνητα στις θέσεις τους μέχρι το σημείο που κάτι αρχίζει (ανεπαίσθητα πρώτα, πιο έντονα μετά) να τα ταρακουνά και να τα απορυθμίζει. Τα σχήματα μπερδεύονται, οι ιδιότητες αντιμετατίθενται ή παραμορφώνονται, η χρονική αλληλουχία σπάει και οι νεκροί βγαίνουν στο προσκήνιο για να συνομιλήσουν με τους ζωντανούς άλλοτε περιπαικτικά και άλλοτε θλιμμένα.
Με τη συλλογή Ο οβολός (2004) ο Παπαδημητρακόπουλος θα δώσει έμφαση στα περιστατικά της παιδικής του ηλικίας: σε ευτράπελα συνήθως επεισόδια από τη σχολική και την οικογενειακή του ζωή κατά τη δεκαετία του 1930, που ανασύρονται στην επιφάνεια μακριά από το οποιοδήποτε ειδυλλιακό και νοσταλγικό πνεύμα. Όσο για εκείνα που συμβαίνουν στον παροντικό χρόνο του αφηγητή, αρκεί μια αδιόρατη μεταβολή, μια ελάχιστη μετατόπιση της οπτικής γωνίας, για να βρεθούμε μέσα σε ένα βουβό αλλά ένσαρκο δράμα. Με τα σχετικά πρόσφατα διηγήματά του Ο Θησαυρός των Αηδονιών (2009) ο Παπαδημητρακόπουλος προχώρησε σε ένα είδος επιτομής του έργου του. Μια κάποια μελαγχολία δεν βάζει στην άκρη το πηγαίο κέφι και όλα δίνουν για μια ακόμη φορά ορμητικά το «παρών» σε μια καθημερινότητα σκιασμένη μόνο παρασκηνιακά από τις νεφέλες της Ιστορίας.