Το συνδυασμένο εμβόλιο της Moderna προστατεύει τόσο από τον κορονοϊό όσο και από τους ιούς της γρίπης – και μάλιστα με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από εκείνα που στοχεύουν στον έναν ή στον άλλο ιό, ανακοίνωσε η φαρμακευτική εταιρεία. Η Moderna, η οποία εδρεύει στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης στις ΗΠΑ, δήλωσε νωρίτερα αυτό το μήνα ότι ολοκλήρωσε με επιτυχία τις κλινικές δοκιμές φάσης ΙΙΙ σε ενήλικες ηλικίας 50 ετών και πάνω.
Η εταιρεία σχεδιάζει τώρα να ζητήσει έγκριση από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για να διαθέσει το εμβόλιο στην αγορά.
«Τα συνδυαστικά εμβόλια μπορούν να έχουν μεγάλα οφέλη για τη δημόσια υγεία, αλλά η ανάπτυξή τους είναι συχνά χρονοβόρα και δαπανηρή. Η τελευταία επιτυχία της Moderna δείχνει ότι το RNA μπορεί να βοηθήσει να ξεπεραστούν ορισμένες από αυτές τις δυσκολίες», δήλωσε στο επιστημονικό περιοδικό Nature ο Τζέιμς Θαβενθίραν, κλινικός ανοσολόγος στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στο Ηνωμένο Βασίλειο.
«Αυτό είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της συναρπαστικής τεχνολογίας» είπε, προσθέτοντας ότι τα συνδυαστικά εμβόλια που χρησιμοποιούν mRNA είναι «μόνο η αρχή» για την τεχνολογία RNA.
Πώς λειτουργεί το RNA
Τα εμβόλια δρουν διδάσκοντας το ανοσοποιητικό σύστημα πώς να καταπολεμήσει μια νόσο σε περίπτωση που έρθει σε επαφή με αυτήν. Ο εμβολιασμός βοηθά τους ανθρώπους να αναπτύξουν ανοσία σε μια ασθένεια εκθέτοντας τα ανοσοποιητικά τους κύτταρα σε ένα αντιγόνο, όπως μια πρωτεΐνη, ένα τμήμα DNA ή ακόμη και έναν ολόκληρο παθογόνο οργανισμό που έχει αδρανοποιηθεί. Όταν εμφανιστεί το πραγματικό παθογόνο, το ανοσοποιητικό σύστημα είναι σε θέση να αναγνωρίσει γρήγορα την απειλή και να προβάλει αντίσταση. Ωστόσο, η δημιουργία αντιγόνων είναι μια δύσκολη διαδικασία και ο συνδυασμός διαφορετικών αντιγόνων σε ένα εμβόλιο αυξάνει περαιτέρω την πολυπλοκότητά του.
«Ακούγεται σαν κάτι τόσο εύκολο, σωστά; Απλώς τα αναμειγνύεις», είπε η Ζακλίν Μίλερ, παιδίατρος και επικεφαλής ανάπτυξης για τις λοιμώδεις νόσους στη Moderna. «Αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο περίπλοκο από την ανάπτυξη μεμονωμένων συστατικών» πρόσθεσε.
Τα χημικά συστατικά που συνθέτουν τα συμβατικά εμβόλια μπορεί μερικές φορές να αντιδράσουν μεταξύ τους όταν συνδυάζονται, με κίνδυνο να μειώνεται η αποτελεσματικότητα των μεμονωμένων φαρμάκων. Ωστόσο, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για τα mRNA εμβόλια επειδή τα συστατικά των φαρμάκων για τα διαφορετικά αντιγόνα τείνουν να είναι τα ίδια.
Το mRNA είναι ένα μόριο που αποτελείται από νουκλεϊκά οξέα και ο κύριος σκοπός του είναι να λέει στα κύτταρα ποιες πρωτεΐνες να παράξουν. Τα mRNA εμβόλια εγχέουν mRNA στα κύτταρα για να φτιάξουν αντίγραφα αντιγόνων που θα αναγνωρίζει το ανοσοποιητικό σύστημα. Έτσι, αντί να φτιάξουν ένα σωρό διαφορετικά συστατικά, τα mRNA εμβόλια απλώς «τυλίγουν» ένα σύνολο οδηγιών σε ένα στρώμα λιπιδίων και στη συνέχεια το στέλνουν στο σώμα ώστε τα κύτταρα να παράξουν τα δικά τους αντιγόνα. Το αποτέλεσμα είναι μια ισχυρή ανοσολογική αντίδραση.
Ο κώδικας του εμβολίου μπορεί επίσης να αλλάξει γρήγορα για να προστατεύει από νέες παραλλαγές και μεταλλάξεις. Ένα από τα προβλήματα με τα τρέχοντα, μη-mRNA εμβόλια γρίπης είναι ότι το αντιγόνο καλλιεργείται σε αυγά κότας, μια διαδικασία που διαρκεί έξι μήνες. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος, ο ιός μπορεί να μεταλλαχθεί. Αντίθετα, οι επιστήμονες χρειάζονται μόνο μερικές εβδομάδες για να επικαιροποιήσουν το συνδυασμένο εμβόλιο, εξήγησε ο Ντριου Γουάισμαν, ανοσολόγος στην Ιατρική Σχολή Perelman του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια στη Φιλαδέλφεια.
Οι ερευνητές διερευνούν επίσης πόσες οδηγίες μπορούν να ενσωματώσουν σε ένα mRNA εμβόλιο. Όπως αναφέρει το Nature, μια ομάδα κατάφερε να ενσωματώσει οδηγίες και για τις 20 παραλλαγές της γρίπης σε ένα λιπιδικό στρώμα. Η Moderna ελπίζει να προσθέσει τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV) στο συνδυασμένο εμβόλιο COVID-γρίπης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα συνδυασμένα εμβόλια mRNA θα μπορούσαν επίσης να μειώσουν τον αριθμό εμβολιασμών των μικρών παιδιών.
«Οι γονείς θα ενθουσιαστούν αν μειωθεί ο αριθμός των εμβολίων που θα πρέπει να κάνουν τα παιδιά τους, λέει ο Γουάισμαν. Και αυτό θα βοηθούσε να μειωθεί ο φόρτος του εμβολιασμού στις αγροτικές κοινότητες των χωρών με χαμηλό εισόδημα» κατέληξε ο ερευνητής.