Σχεδόν 200 παρασιτοκτόνα εντοπίστηκαν σε μελέτη που εξέτασε τη σκόνη σε σπίτια σε όλη την Ευρώπη, με επιστήμονες να επισημαίνουν ότι οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα «τοξικά κοκτέιλ» χημικών ουσιών όταν εξετάζουν την απαγόρευση ή τον περιορισμό της χρήσης τους.
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι η έρευνά τους ενισχύει την άποψη πως οι κίνδυνοι των παρασιτοκτόνων πρέπει να αξιολογούνται όχι μόνο μεμονωμένα, αλλά και σε συνδυασμό με άλλες χημικές ουσίες. Αυτό, τονίζουν, πρέπει να ισχύει τόσο για τις ουσίες που χρησιμοποιούνται ήδη όσο και για εκείνες που δεν έχουν ακόμη εγκριθεί.
Στα προκαταρκτικά ευρήματα της μεγαλύτερης μελέτης του είδους της, που πραγματοποιήθηκε το 2021, οι επιστήμονες εντόπισαν συνολικά 197 παρασιτοκτόνα στην οικιακή σκόνη από σπίτια σε δέκα ευρωπαϊκές χώρες.
Περισσότερο από το 40% των εντοπισμένων παρασιτοκτόνων σχετίζεται με ιδιαίτερα τοξικές επιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων του καρκίνου και της ορμονικής διαταραχής. Ο αριθμός των παρασιτοκτόνων που βρέθηκαν σε κάθε σπίτι κυμαινόταν από 25 έως 121, με τα υψηλότερα επίπεδα να παρατηρούνται σε αγροτικές κατοικίες.
«Υπάρχουν πολλές επιδημιολογικές μελέτες που δείχνουν πως διάφορες ασθένειες σχετίζονται με μίγματα παρασιτοκτόνων» δήλωσε ο καθηγητής Πολ Σκέεπερς από το Ινστιτούτο Βιολογικών και Περιβαλλοντικών Επιστημών Radboud.
Ο επιστήμονας εξήγησε ότι τα παρασιτοκτόνα εισέρχονται στα σπίτια μέσω των παπουτσιών αλλά και των κατοικιδίων.
«Υπάρχουν πολλές μελέτες που δείχνουν ότι τα ζώα μεταφέρουν συγκεκριμένους ρύπους — ανάμεσά τους και παρασιτοκτόνα — από εξωτερικούς χώρους. Άλλη σημαντική πηγή είναι τα καταναλωτικά προϊόντα που φέρνουμε στο σπίτι, όπως τα παρασιτοκτόνα, αλλά και οι θεραπείες για ψύλλους και τσιμπούρια για τα κατοικίδια» εξήγησε.
Αν και οι συγκεντρώσεις των παρασιτοκτόνων στη σκόνη ήταν χαμηλές, ο συνδυασμός δεκάδων χημικών ουσιών μπορεί να επηρεάσει την υγεία και να αυξήσει τη συνολική έκθεση σε αυτές, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με την κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και λουλουδιών που περιέχουν υπολείμματα. Η μελέτη έδειξε επίσης ότι το DDT εξακολουθεί να υπάρχει στο περιβάλλον, παρά το γεγονός ότι έχει απαγορευτεί σε ορισμένες χώρες από το 1972.
Ο Σκέεπερς υπογράμμισε ότι όσοι εγκρίνουν τη χρήση τέτοιων προϊόντων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη διάρκεια παραμονής τους στο περιβάλλον. Ακόμα και αν απαγορευτούν σήμερα ουσίες όπως τα «παντοτινά χημικά» (PFAS), είναι πολύ πιθανό να παραμείνουν ενεργές στο περιβάλλον για δεκαετίες.
«Προϊόντα όπως το DDT, που έχουν απαγορευτεί εδώ και χρόνια, είναι τόσο ανθεκτικά που συνεχίζουν να παραμένουν στο περιβάλλον. Τώρα αντιμετωπίζουμε το ίδιο πρόβλημα με τα PFAS. Ίσως οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να εξετάζουν τη σταθερότητα των χημικών – διότι η χημική σταθερότητα συνεπάγεται παραμονή στο περιβάλλον και συσσώρευση στην τροφική αλυσίδα. Στο μέλλον είναι πιθανό να βρεθούμε αντιμέτωποι με παρόμοια προβλήματα από άλλες ανθεκτικές ουσίες» τόνισε ο καθηγητής.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μελέτη τους αποκαλύπτει ποιοι συνδυασμοί παρασιτοκτόνων βρίσκονται ήδη στο περιβάλλον, ώστε οι ρυθμιστικές αρχές να μπορούν να τους εξετάζουν – πέρα από τα μίγματα που δημιουργούνται εμπορικά και ήδη δοκιμάζονται.
Η ανακάλυψη του DDT, επίσης, υποδεικνύει πως οι αξιολογήσεις κινδύνου για τα νεότερα φυτοφάρμακα ίσως πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις αλληλεπιδράσεις με παλαιότερες ουσίες.
