Η κακή φυσική λειτουργία και όχι η οστική πυκνότητα αυξάνει τον κίνδυνο κατάγματος σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας με διαβήτη τύπου 2, διαπιστώνει νέα σουηδική μελέτη. Ο διαβήτης επηρεάζει περισσότερα από 500 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως και ο επιπολασμός του αναμένεται να αυξηθεί. Μόνο το 4% αυτών των ατόμων διαγιγνώσκεται με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1, ενώ το υπόλοιπο 96% διαγιγνώσκεται με διαβήτη τύπου 2. Ο σακχαρώδης διαβήτης οδηγεί σε συστηματική βλάβη πολλαπλών οργάνων, συμπεριλαμβανομένης της νεφρικής ανεπάρκειας, των καρδιαγγειακών παθήσεων, της αμφιβληστροειδοπάθειας, της νευροπάθειας και της μειωμένης σωματικής λειτουργίας.
Ο διαβήτης τύπου 2 σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Ο κίνδυνος ποικίλλει ανάλογα με τη διάρκεια και τη θεραπεία της πάθησης. Πιθανοί λόγοι για αυτή τη συσχέτιση περιλαμβάνουν τη συσσώρευση προϊόντων τελικής γλυκοζυλίωσης (AGEs) στην οστική αντοχή, τη χαμηλότερη οστική ανανέωση, τους αλλοιωμένους επιγενετικούς δείκτες όπως τα μικρο-ριβονουκλεϊκά οξέα (microRNA) που ρυθμίζουν την οστική ισχύ ή τις αλλαγές στις εναποθέσεις λίπους του μυελού των οστών.
Στην τρέχουσα μελέτη συμμετείχαν 3.008 γυναίκες μεταξύ 75 και 80 ετών οι οποίες έλαβαν μέρος στην έρευνα Προοπτικής Αξιολόγησης Κινδύνου Κατάγματος Οστών του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Sahlgrenska. Η συλλογή δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση ερωτηματολογίων, ανθρωπομετρία, αξιολόγηση της φυσικής λειτουργίας, μέτρηση οστικής πυκνότητας με ακτινογραφία διπλής ενέργειας (DEXA) και προηγμένη αξονική τομογραφία (CT). Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους παράγοντες κλινικού κινδύνου, όπως το κάπνισμα, τη χρήση γλυκοκορτικοστεροειδών (στεροειδείς ορμόνες), τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, την κατανάλωση αλκοόλ και προηγούμενα κατάγματα στο ιστορικό του ασθενούς ή του γονέα.
«Οι προηγούμενες μελέτες δεν είχαν πρόσβαση σε ολοκληρωμένα και λεπτομερή δεδομένα σχετικά με τα χαρακτηριστικά των οστών και τη φυσική λειτουργία, γεγονός που καθιστά δύσκολο τον προσδιορισμό των παραγόντων που αυξάνουν τον κίνδυνο καταγμάτων» δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Ματίας Λόρεντζον, καθηγητής γηριατρικής ιατρικής στο Ινστιτούτο Ιατρικής του Πανεπιστημίου του Γκέτεμποργκ και επικεφαλής ιατρός στην κλινική οστεοπόρωσης στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Sahlgrenska, Mölndal, στη Σουηδία.
Για τη διερεύνηση του ρόλου της οστικής πυκνότητας στα κατάγματα σε γυναίκες ηλικίας 75-80 ετών με διαβήτη τύπου 2, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα για 294 άτομα με διαβήτη τύπου 2 και 2.714 γυναίκες χωρίς διαβήτη. Οι ερευνητές συνέλεξαν περαιτέρω δεδομένα σχετικά με τη φυσική δραστηριότητα, την οστική πυκνότητα και την ποιότητα των οστών των συμμετεχόντων. Οι γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 είχαν υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος κατά μέσο όρο σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Η μελέτη έδειξε επίσης πως οι γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 είχαν 4,4% υψηλότερη οστική πυκνότητα στο ισχίο, ενώ παρόμοιες αυξήσεις παρατηρήθηκαν στον αυχένα του μηριαίου και στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Οι συμμετέχουσες με διαβήτη τύπου 2 είχαν επίσης 19,2% χαμηλότερη βαθμολογία στην Κλίμακα Φυσικής Δραστηριότητας σε σχέση με εκείνες που δεν είχαν διαβήτη.
Πώς επηρεάζουν την υγεία των οστών τα φάρμακα για τον διαβήτη
Στην τρέχουσα μελέτη, οι ερευνητές παρατήρησαν ότι οι γυναίκες που έπαιρναν φάρμακα για τον διαβήτη τύπου 2 είχαν υψηλότερη οστική πυκνότητα, μεγαλύτερη οστική αντοχή και καλύτερη μικροαρχιτεκτονική των οστών, αλλά χαμηλότερη σωματική απόδοση, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι γυναίκες που λάμβαναν θεραπεία με ινσουλίνη διέτρεχαν 71% αυξημένο κίνδυνο κατάγματος, ενώ εκείνες που λάμβαναν από του στόματος θεραπεία είχαν 27% υψηλότερο κίνδυνο να υποστούν κάταγμα.
Γιατί ο διαβήτης αυξάνει τον κίνδυνο καταγμάτων;
«Ο διαβήτης τύπου 2 συχνά οδηγεί σε αυξημένη οστική πυκνότητα αλλά και σε υψηλότερο κίνδυνο καταγμάτων. Αυτό συμβαίνει επειδή η ποιότητα των οστών είναι χειρότερη λόγω παραγόντων όπως τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα και η φλεγμονή» εξήγησε ο παθολόγος Γιόσουα Κινόνες, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη.
«Τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 είναι πιο πιθανό να υποστούν κάταγμα επειδή τα οστά τους είναι πιο πυκνά και αδύναμα. Τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα και η φλεγμονή μπορεί να βλάψουν τα οστά και ο διαβήτης μπορεί επίσης να επηρεάσει την ισορροπία και την όραση, οδηγώντας σε περισσότερες πτώσεις» πρόσθεσε.
Ο αυξημένος κίνδυνος καταγμάτων συνοδεύεται από αυξημένο κίνδυνο πόνου και αναπηρίας και χειρότερη ποιότητα ζωής, που μπορεί να έχει αντίκτυπο στη γενική υγεία.
Ο Λόρεντζον εξήγησε ότι ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος είναι η βελτίωση της σωματικής λειτουργίας.
«Μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε εάν η βελτίωση της φυσικής λειτουργίας μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο κατάγματος σε αυτούς τους ασθενείς», κατέληξε.