Στη φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου «Hidden in plain sight – A family memoir of the untold story of the Holocaust in Serbia», που μέσα από τα απομνημονεύματα μιας οικογένειας αφηγείται πτυχές της ιστορίας των Εβραίων της Σερβίας, ένα αγόρι και η αδελφή του απεικονίζονται να χαμογελούν πλατιά. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και για χρόνια στοίχειωνε την Τζούλι Μπριλ (Julie Brill), η οποία αποφάσισε να συνθέσει τα κομμάτια του παζλ της ιστορίας του πατέρα της (του εβραιόπουλου που απεικονίζεται στη φωτογραφία), που μεγάλωσε στο Βελιγράδι της (άλλοτε) Γιουγκοσλαβίας, τα άγρια εκείνα χρόνια του πολέμου.
«Όταν ήμουν σε μικρή ηλικία, είχαμε τρεις φωτογραφίες του πατέρα μου και των παππούδων μου, πριν από τον πόλεμο. Και μία του πατέρα μου με τη μικρή του αδελφή, που τραβήχτηκε στον πόλεμο και είναι το εξώφυλλο του βιβλίου. Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς μπορούσε να υπάρχει μια τέτοια εικόνα. Γιατί δεν κρύβονταν;», αφηγείται στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων η συγγραφέας, εξηγώντας πως το βιβλίο της αποτυπώνει την προσπάθειά της να καταλάβει την οικογενειακή της ιστορία και να συμφιλιωθεί με αυτήν. «Κάθε οικογένεια έχει μυστικά και αυτό το βιβλίο είναι για όσους έχουν αποκαλύψει τα δικά τους ή θέλουν να το κάνουν», προσθέτει.
Αυτό το ταξίδι εξερεύνησης της επιβίωσης, της απώλειας και της αυτογνωσίας ήταν για την Τζούλι Μπριλ μια διαδρομή γεμάτη αναμνήσεις και συναισθήματα. Το γεγονός ότι ο πατέρας της ήταν ανοιχτός σε ό,τι αφορά τις πρώιμες εμπειρίες της παιδικής του ηλικίας διαμόρφωσε τα θεμέλια της κατανόησής της, όμως υπήρξαν κενά που μόνο βαθύτερη έρευνα μπορούσε να γεμίσει. «Ορισμένοι επιζώντες δεν μιλούν για τις αναμνήσεις τους, αλλά ο πατέρας μου ήταν πολύ ανοιχτός. Νομίζω ότι είναι φυσικό για τους γονείς να μοιράζονται τις ιστορίες της παιδικής τους ηλικίας με τα παιδιά τους, και αυτές ήταν οι ιστορίες που ο ίδιος είχε να αφηγηθεί. Ήταν σύντομες αλλά ζωντανές, σχεδόν κινηματογραφικές», θυμάται.
Ως παιδί, η Μπριλ «ρουφούσε» αυτές τις ιστορίες ως κομμάτια μιας μεγαλύτερης αφήγησης, που συχνά δυσκολευόταν να κατανοήσει. «Μπορούσα να δω, με το παιδικό μου μυαλό, όσα είχε βιώσει όταν ήταν μικρός. Όταν μιλούσε για το δέος που ένιωσε αντικρίζοντας ένα πιάτο με μπισκότα να σπάει στα δύο κατά τη διάρκεια του γερμανικού βομβαρδισμού –σε αντίθεση με ένα φλιτζάνι που είχε κάποτε πέσει και θρυμματιστεί–μπορούσα να δω τα δύο κομμάτια στο πάτωμα και να νιώσω την ίδια έκπληξη. Ως ενήλικας, συνειδητοποίησα ότι πιθανώς είχε δει την πόλη του να καταστρέφεται, και το πιάτο ήταν το μόνο που μπορούσε να επεξεργαστεί», σημειώνει.
Για την Μπριλ, το ταξίδι της συγγραφής ήταν επίσης ένα ταξίδι μέσα στον χρόνο –τόσο προσωπικό όσο και συλλογικό. «Οι περισσότεροι άνθρωποι», προσθέτει, «μαθαίνουν για το Ολοκαύτωμα σε μια γενική, ιστορική κλίμακα, προτού ίσως ανακαλύψουν κάποιες προσωπικές ιστορίες. Ωστόσο, όταν είσαι παιδί ή εγγόνι ενός επιζώντα, πρώτα μαθαίνεις τις λεπτομέρειες και μετά προσπαθείς να κατανοήσεις το μεγαλύτερο ιστορικό πλαίσιο. Στη δική μου περίπτωση, επειδή μιλούσαν ελάχιστα για το Ολοκαύτωμα στη Σερβία, χρειάστηκε πολύς χρόνος και στοχευμένη προσπάθεια για να αποκτήσω αυτήν την ευρύτερη εικόνα». Αυτό ήταν ιδιαίτερα αληθινό στην περίπτωση της, καθώς λίγα είχαν ειπωθεί για το Ολοκαύτωμα στη Σερβία και χρειάστηκε εργώδης προσπάθεια και επιμονή από την πλευρά της για να αποκαλυφθεί η ευρύτερη ιστορία. «Σίγουρα είμαι ένα άτομο που, από μικρή ηλικία, ενδιαφερόταν για την ιστορία. Ως παιδί, διάβαζα πολλά ιστορικά βιβλία και επίσης άκουγα με μεγάλη προσοχή, όταν οι γονείς μου και οι παππούδες μου από την πλευρά της μητέρας μου, μού διηγούνταν τις παιδικές τους εμπειρίες και γεγονότα που οι δικοί τους γονείς τούς είχαν αφηγηθεί. Η οικογενειακή μας ιστορία ήταν σημαντική για μένα και με γοήτευε ιδιαίτερα η παιδική ηλικία του πατέρα μου, η οποία ήταν τόσο διαφορετική από τη δική μου. Η μητέρα μου κι εγώ μεγαλώσαμε στα προάστια της Βοστώνης, αλλά ο πατέρας μου μεγάλωσε στη Γιουγκοσλαβία, μια χώρα που ήταν απρόσιτη για μένα για πολλούς λόγους: απόσταση, πολιτική, οικονομικά, γλώσσα. Μου φαινόταν τόσο μακρινή όσο η χώρα του Οζ».
Μέρος αυτού που έλειπε, αποκαλύπτει, ήταν μια ενήλικη προοπτική για τον πόλεμο και τις οικογενειακές ιστορίες από πριν το Ολοκαύτωμα. «Νομίζω ότι έψαχνα για ένα αίσθημα ανήκειν», παραδέχεται. «Επειδή οι παππούδες μου από την πλευρά του πατέρα μου πέθαναν πριν γεννηθώ, ένα μέρος αυτού που έλειπε ήταν η ενήλικη οπτική γωνία για τον πόλεμο. Επίσης, έλειπε η οικογενειακή ιστορία πριν από τον πόλεμο, που υπό άλλες συνθήκες θα είχε μεταδοθεί από γενιά σε γενιά. Κατάφερα να ανακτήσω κάποια από αυτήν. Επιπλέον, πιστεύω ότι αναζητούσα ένα αίσθημα του ανήκειν. Είμαι Αμερικανίδα και, πιο συγκεκριμένα, από τη Βοστώνη. Ωστόσο, μιλούσα με φίλους που είχαν εντοπίσει την οικογενειακή τους ιστορία για γενιές πίσω και μπορούσαν να επισκεφτούν νεκροταφεία όπου μακρινοί συγγενείς τους ήταν θαμμένοι πριν από εκατό ή διακόσια χρόνια. Υπάρχει μια έκφραση που λέει ότι για να είσαι Βερμοντέζος (κάτοικος της πολιτείας του Βερμόντ), πρέπει να έχεις “τέσσερις παππούδες θαμμένους στη γη”. Με αυτήν τη λογική, δεν είμαι από πουθενά. Όμως, όταν επισκεφθήκαμε το εβραϊκό νεκροταφείο στο Βελιγράδι, συνειδητοποίησα πόσο πολύ το Βελιγράδι είναι η γενέτειρα του πατέρα μου. Δεν ήμασταν απλώς από κάποιο σημείο στον χάρτη. Ήμασταν από ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος» σημειώνει.
Στη Σερβία, η Τζούλι Μπριλ συνάντησε ανθρώπους από την εβραϊκή κοινότητα και μέλη της οικογένειας, μερικούς από τους οποίους δεν γνώριζε καν ότι υπήρχαν, και όλοι ήταν απίστευτα θερμοί και φιλόξενοι, όπως λέει. «Κατάλαβα ότι είμαι και Σέρβα, κάτι που ήταν ένα υπέροχο δώρο» τονίζει.
Η διαδικασία τοποθέτησης της οικογενειακής της ιστορίας στο μεγαλύτερο ιστορικό αφήγημα ήταν γεμάτη προκλήσεις, αλλά το αποτέλεσμα την αντάμειψε. «Η πρόσβαση στην ιστορία των Εβραίων στη Σερβία ήταν δύσκολη. Δεν υπήρχαν βιβλία, τουλάχιστον στα αγγλικά, που θα μπορούσα απλώς να πάρω από το ράφι και να διαβάσω. Αν η ιστορία ήταν εύκολα διαθέσιμη, δεν πιστεύω ότι θα είχα γράψει το Hidden in Plain Sight. Όμως, βρήκα ψήγματα πληροφορίας, διαβάζοντας οικογενειακά έγγραφα που είχαν γίνει πρόσφατα προσβάσιμα και ταξιδεύοντας στη Σερβία, όπου μίλησα με Σέρβους Εβραίους. Ήταν μια διαδικασία εκπληκτικά ικανοποιητική», αφηγείται η Μπριλ. «Όλα όσα θυμόταν ο πατέρας μου από τις εμπειρίες του κατά τον πόλεμο ως μικρό παιδί –παρόλο που δεν ταίριαζαν στη συνηθισμένη αφήγηση του Ολοκαυτώματος που μαθαίνουμε για τη Γερμανία και την Πολωνία, με γκέτο, βαγόνια τρένων και θαλάμους αερίων– αποδείχθηκαν ακριβή. Η έρευνά μου μού επέτρεψε να χρονολογήσω την πρώτη του ανάμνηση: τον αιφνιδιαστικό γερμανικό βομβαρδισμό του Βελιγραδίου, που οδήγησε τη Γιουγκοσλαβία στον πόλεμο. Έμαθα για τη μαζική έξοδο αμάχων που ακολούθησε, κάτι που εξηγούσε γιατί ο πατέρας μου θυμόταν ότι περπατούσε έξω από την πόλη πάνω στις γραμμές του τρένου, πάνω στους ώμους του έφηβου ξαδέλφου του, καθώς κατευθύνονταν στη σχετική ασφάλεια ενός κοντινού χωριού. Ήταν μόλις τριών ετών».
Ένα από τα πιο ικανοποιητικά στοιχεία αυτού του εγχειρήματος, όπως εξηγεί η Μπριλ, ήταν η κατανόηση του πλαισίου των παιδικών αναμνήσεων του πατέρα της -αναμνήσεις που άκουγε μεγαλώνοντας αλλά δεν μπορούσε ποτέ να κατανοήσει πλήρως. Ένα άλλο ήταν η δυνατότητα να μοιραστεί αυτά που μάθαινε με τον πατέρα της, ο οποίος επίσης δεν είχε την ιστορική προοπτική, ενώ μπόρεσε επιπλέον να εμπλουτίσει και την οικογενειακή τους ιστορία. «Νομίζω ότι συχνά θεωρούμε τη μελέτη της ιστορίας ως κάτι αρκετά στατικό. Ωστόσο, μέσω νέων διαθέσιμων εγγράφων από το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των Ηνωμένων Πολιτειών και τα Αρχεία Arolsen, έμαθα τι συνέβη στον παππού μου –κάτι που η γιαγιά μου δεν είχε ποτέ μάθει. Τώρα γνωρίζουμε την ημερομηνία του θανάτου του, κάτι που είναι σημαντικό για την εβραϊκή τελετουργία του Yahrzeit», αναφέρει η συγγραφέας του «Hidden in plain sight – A family memoir of the untold story of the Holocaust in Serbia».
Καθώς αναλογίζεται την άνοδο του αντισημιτισμού σήμερα, τονίζει τη σημασία των ιστοριών όπως η δική της. «Το σκέφτομαι πολύ», παραδέχεται. «Πιστεύω ότι η αφήγηση και η επανάληψη των ιστοριών του Ολοκαυτώματος είναι σημαντική. Αν δεν γνωρίζουμε το παρελθόν μας, μένουμε παγιδευμένοι σε έναν φαύλο κύκλο. Το σύνθημα για το Ολοκαύτωμα είναι “Ποτέ ξανά”, κι όμως, γενοκτονίες έχουν συμβεί από το 1945 και οι τρέχουσες εξελίξεις είναι εξαιρετικά ζοφερές. Ωστόσο, πρέπει να συνεχίσουμε να διηγούμαστε ξανά και ξανά την ιστορία, γιατί η εναλλακτική είναι απαράδεκτη» καταλήγει.
Για την Μπριλ και το έργο της πληροφορίες είναι διαθέσιμες στο www.JulieBrill.com, ενώ το βιβλίο κυκλοφορεί επίσημα στις 23 Απριλίου 2025 (με διαθέσιμες ήδη τις προπαραγγελίες).
