Για την αναγέννηση της ελληνικής οικονομίας και την αναγέννηση της Ελλάδας που έγινε παράδειγμα στην Ευρώπη μίλησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του σε εκδήλωση του υπουργείου Ανάπτυξης με θέμα: «Παραγωγικός μετασχηματισμός, ενίσχυση των επενδύσεων και της βιομηχανίας, για ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας σε όλη την Ελλάδα», στην Εθνική Πινακοθήκη.
«Η πρώτη παρατήρησή μου αφορά την οριστική και μη αναστρέψιμη πορεία ανάκαμψης συνολικά της εθνικής μας οικονομίας. Πιστεύω ότι σήμερα δεν συντρέχει ουσιαστικά κανείς από τους λόγους που οδήγησαν τη χώρα στην υπερδεκαετή κρίση, η οποία ταλαιπώρησε και πόνεσε την ελληνική κοινωνία. Μια οικονομία η οποία παράγει πια σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα. Μια οικονομία πιά που μπορεί να μειώνει και το πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος το οποίο κληρονομήσαμε με τους πιο γρήγορους ρυθμούς στην Ευρώπη. Μια οικονομία στην οποία τα δημόσια έσοδα αυξάνονται παρά το γεγονός ότι οι φόροι και οι εισφορές μειώνονται. Μια οικονομία στην οποία ο τραπεζικός κλάδος έχει εξυγιανθεί ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στον ουσιαστικό του ρόλο που είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Μια οικονομία όπου το εξωτερικό έλλειμμα υποχωρεί και όλα αυτά αποτυπώνονται στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και στην εμπιστοσύνη ξένων οίκων και αγορών, κάτι που αποτυπώνεται και στην αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού της χώρας και της πορείας των ελληνικών ομολόγων» τόνισε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στην ομιλία του σε εκδήλωση του υπουργείου Ανάπτυξης με θέμα: «Παραγωγικός μετασχηματισμός, ενίσχυση των επενδύσεων και της βιομηχανίας, για ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας σε όλη την Ελλάδα», στην Εθνική Πινακοθήκη.
«Όλα αυτά είναι αποτέλεσμα συστηματικής δουλειάς πενταετίας, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να παρουσιάζεται σήμερα στην Ευρώπη ως παράδειγμα προς μίμηση. Μια οικονομία που κατάφερε να πετύχει κάτι το οποίο δεν είναι πολύ εύκολο. Να μπορεί να συνδυάσει από την μία την δημοσιονομική πειθαρχία και επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων με μια δυναμική ανάπτυξη που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο ευρωπαϊκό όρο . Και όλα αυτά σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, με προβλέψιμους εκλογικούς κύκλους και με μια κυβέρνηση που έχει αποδείξει ότι μπορεί να υλοποιεί την πολιτική της με αξιοπιστία» πρόσθεσε.
Αναλυτικά η ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη:
Κύριε Διοικητά της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. τέως Πρωθυπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι στη Βουλή και στην κυβέρνηση,
Ο Υπουργός υπήρξε, νομίζω, πολύ αναλυτικός στην καταγραφή της σημερινής εικόνας και πολύ ουσιαστικός και τεκμηριωμένος περιγράφοντας το πλαίσιο της πολιτικής που θέλουμε να ακολουθήσουμε, ειδικά ως προς την καινοτομία, τη μεταποίηση και την βιομηχανία. Γι’ αυτό και δεν είναι σκοπός μου να επαναλάβω τα όσα παρουσιάστηκαν αναλυτικά από τον Υπουργό.
Θα ήθελα εν τάχει να περιοριστώ σε πέντε ευρύτερες παρατηρήσεις σχετικά με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας μας, με πρώτη αυτή στην οποία αναφέρθηκε και στην εισαγωγή του ο Υπουργός και δεν είναι άλλη από την οριστική πια, θα έλεγα και μη αναστρέψιμη, πορεία ανάκαμψης συνολικά της εθνικής μας οικονομίας. Διότι πιστεύω ότι πράγματι σήμερα δεν συντρέχει ουσιαστικά κανείς από τους λόγους που οδήγησαν τη χώρα σε αυτή την υπερδεκαετή κρίση, η οποία τόσο ταλαιπώρησε και πόνεσε την ελληνική κοινωνία.
Μία οικονομία η οποία παράγει πια σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα. Μια οικονομία, πια, η οποία μπορεί και μειώνει το πολύ μεγάλο δημόσιο χρέος, το οποίο κληρονομήσαμε, με τους πιο γρήγορους ρυθμούς στην Ευρώπη. Μία οικονομία στην οποία τα δημόσια έσοδα αυξάνονται, παρά το γεγονός -και θέλω να το τονίσω αυτό- ότι οι φόροι και οι εισφορές μειώνονται. Μία οικονομία στην οποία ο τραπεζικός κλάδος -με τη σημαντική βοήθεια και της Τράπεζας της Ελλάδος- έχει πια εξυγιανθεί, ώστε να μπορεί να ανταποκρίνεται στον ουσιαστικό του ρόλο, που δεν είναι άλλος από τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Μία οικονομία στην οποία το εξωτερικό έλλειμμα υποχωρεί.
Όλα αυτά, προφανώς, αποτυπώνονται στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αλλά και στην εμπιστοσύνη με την οποία περιβάλλουν την ελληνική οικονομία ξένοι οίκοι, οι αγορές. Κάτι το οποίο αποτυπώνεται και στην αποκλιμάκωση του κόστους δανεισμού της χώρας και στην πορεία, φυσικά, των ελληνικών ομολόγων.
Θέλω να επαναλάβω εδώ κάτι το οποίο έχω πει πολλές φορές, ότι αυτή η πορεία δεν ήταν καθόλου νομοτελειακά προδιαγεγραμμένη. Ήταν αποτέλεσμα μιας πολύ συστηματικής δουλειάς, πενταετίας, η οποία μπορεί σήμερα να μας οδηγεί στην ευχάριστη θέση η Ελλάδα να παρουσιάζεται πια συνολικά στην Ευρώπη ως ένα παράδειγμα προς μίμηση.
Μια οικονομία η οποία κατάφερε να πετύχει κάτι το οποίο δεν είναι πολύ εύκολο: να μπορεί να συνδυάσει, από τη μία, δημοσιονομική πειθαρχία και επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων, με μία δυναμική ανάπτυξη η οποία ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Και όλα αυτά να μπορούν να γίνουν σε συνθήκες πολιτικής σταθερότητας, με προβλέψιμους εκλογικούς κύκλους, με μία πολιτική η οποία περιγράφεται στην αρχή της τετραετίας και με μία κυβέρνηση η οποία έχει αποδείξει ότι έχει τη δυνατότητα αυτή την πολιτική να την υλοποιεί με αξιοπιστία.
Επιτρέψτε μου εδώ μια σύντομη αναφορά σε ένα δεδομένο το οποίο το θεωρούμε λίγο-πολύ αυτονόητο, πλην όμως μόνο η έλλειψή του θα μπορούσε να μας δείξει πόσο σημαντικό είναι για την επίτευξη όλων αυτών των στόχων. Αναφέρομαι στην πολιτική σταθερότητα και την ασφαλή κυβερνητική πλειοψηφία, η οποία μας επιτρέπει να υλοποιούμε αυτές τις πολιτικές σε βάθος χρόνου.
Αρκεί να δείτε την κατάσταση που επικρατεί σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ισχυρές οικονομίες, οι οποίες ταλανίζονται σήμερα από εσωτερικά πολιτικά προβλήματα, που τις οδηγούν σε πολιτικές οι οποίες δεν διακρίνονται πάντα από την απαραίτητη συνέπεια, συνέχεια και σταθερότητα. Με αποτέλεσμα μεγάλες και ισχυρές χώρες, όπως η Γαλλία, να αναγκάζονται αυτή τη στιγμή να υλοποιούν πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής ιδιαίτερα επώδυνες, διότι διαπίστωσαν ξαφνικά ότι η πολιτική τους οδήγησε σε δημοσιονομικές καταστάσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να γίνουν ανεκτές ούτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά ούτε και από τις αγορές.
Το δεύτερο σχόλιό μου αφορά την ίδια τη φύση της οικονομικής δραστηριότητας. Είναι αλήθεια ότι, αν δει κανείς την διάρθρωση της οικονομίας μας, η κατανάλωση εξακολουθεί και παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην διάρθρωση του ελληνικού ΑΕΠ.
Όμως, αυτή η σχέση αλλάζει. Και αλλάζει με ταχύτητα, μέσα από την αύξηση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Και δεν πρέπει να αμελούμε ότι οι εξαγωγές μας, προϊόντων και υπηρεσιών, έχουν φτάσει στο 50% του ΑΕΠ, μια πορεία η οποία δεν ήταν καθόλου αναμενόμενη πριν από κάποια χρόνια από τώρα. Και την ίδια τάση, θετική τάση, ακολουθούν και οι επενδύσεις, οι οποίες αυξήθηκαν σημαντικά την τελευταία πενταετία, όταν αντίστοιχα στην Ευρώπη ήταν περίπου σταθερές.
Και βέβαια, εδώ αξίζει να τονίσουμε -και νομίζω ότι η παρουσίαση του Υπουργού ήταν κρίσιμη ως προς αυτό- ότι η ελληνική οικονομία είναι πια μια οικονομία η οποία δείχνει και δυναμισμό αλλά έχει, θα έλεγα, σπάσει και την εξάρτηση την οποία είχε στο παρελθόν από συγκεκριμένους κλάδους. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στον τουρισμό.
Ακούω συχνά, μου το λένε μερικές φορές και στο εξωτερικό άνθρωποι που δεν γνωρίζουν καλά τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας: «μα, είστε πολύ εξαρτημένοι από τον τουρισμό».
H απάντησή μου είναι ότι ο τουρισμός είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός κλάδος για την ελληνική οικονομία, αποτελεί μεγάλη πηγή εθνικού πλούτου. Όμως, η χώρα μας είναι μία από τις λίγες χώρες όπου αυξάνεται η συμμετοχή της μεταποίησης και της βιομηχανίας στο ΑΕΠ. Και θα έλεγα ότι μάλλον έχουμε διανύσει περίπου το μισό της χαμένης απόστασης την οποία, θα έλεγα, αναγκαζόμαστε να καλύψουμε μετά την κρίση ως προς την βελτίωση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Έχουμε κάνει μια σημαντική πρόοδο, και στη μεταποίηση και στις επενδύσεις, αλλά πρέπει ακόμα να τρέξουμε πιο γρήγορα. Και ακριβώς αυτή τη στρατηγική υπηρετεί και η πολιτική την οποία παρουσίασε, και οι πρωτοβουλίες τις οποίες παρουσίασε, ο κ. Υπουργός.
Ξέρετε, υπάρχουν πολλές ιστορίες, μικρές ιστορίες, σχετικά άγνωστες, μεγάλης επιτυχίας της ελληνικής βιομηχανίας και της ελληνικής μεταποίησης, οι οποίες δεν είναι ευρύτερα γνωστές.
Να αναφέρω ενδεικτικά τον κλάδο των φαρμάκων. Παράγουμε σχεδόν τα μισά ογκολογικά φάρμακα της Ευρώπης, το 25% των σκευασμάτων πενικιλίνης, ένα σημαντικό ποσοστό των καρδιομεταβολικών ουσιών, έχοντας μία δυναμική εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, η οποία δεν καλύπτει απλά τις ανάγκες της Ελλάδος αλλά ένα σημαντικό κομμάτι των αναγκών της Ευρώπης. Σκεφτείτε πόσο σημαντικό είναι αυτό μετά τον Covid, σε μία εποχή που η Ευρώπη συζητά για στρατηγική αυτονομία.
Πόσοι ξέρουν ότι στην πατρίδα μας έχουμε τη μοναδική -εξ όσων γνωρίζω- ευρωπαϊκή επιχείρηση εξόρυξης βωξίτη, ότι είμαστε πρωταγωνιστές στην παραγωγή αλουμινίου και αλουμίνας, ότι είμαστε ο δεύτερος μεγαλύτερος παραγωγός χαλκοσωλήνων στην Ευρώπη, ότι είμαστε δεύτεροι σε εξαγωγές προϊόντων μαρμάρου. Ότι σε πολλούς καινοτόμους τομείς μικρές εταιρείες, οι οποίες μάλιστα δεν βρίσκονται κατά ανάγκη όλες στην ελληνική περιφέρεια, έχουν καταφέρει και πρωταγωνιστούν σε εξαγωγές και ανταγωνίζονται ευθέως πολύ μεγαλύτερους ευρωπαίους και παγκόσμιους παίκτες, από τα κεραμικά μέχρι τα ασανσέρ.
Πόσοι, μάλιστα, γνωρίζουν σήμερα ότι είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη ακόμα στην παραγωγή βαμβακιού -το πού πηγαίνει αυτό το βαμβάκι και τελικά αν μπορούμε να το επεξεργαστούμε και να το κατευθύνουμε σε προϊόντα προστιθέμενης αξίας, ευρωπαϊκά, είναι ένα άλλο ζήτημα. Ότι εξακολουθούμε και έχουμε έναν εξαιρετικά δυναμικό κλάδο τροφίμων, επεξεργασμένων τροφίμων, ότι γίνονται πάρα πολύ σημαντικά βήματα στον αγροδιατροφικό τομέα, με επενδύσεις οι οποίες συνδυάζουν το μέγεθος με την καινοτομία.
Όλες αυτές είναι λίγες από τις ιστορίες επιτυχίας της ελληνικής βιομηχανίας, της ελληνικής μεταποίησης, οι οποίες νομίζω ότι αξίζει να αναφέρονται, γιατί σπάνε αυτή την άποψη ότι η Ελλάδα είναι μία χώρα που δεν παράγει τίποτα και ουσιαστικά είναι μόνο εξαρτημένη από τον τουρισμό. Είναι μία λάθος άποψη, η οποία δεν υποστηρίζεται από τα στοιχεία, που καταδεικνύουν ότι η χώρα μας μπορεί να είναι ανταγωνιστική και στην μεταποίηση και στη βιομηχανία.
Η επόμενη παρατήρησή μου έχει να κάνει με την ανταγωνιστικότητα, την παραγωγικότητα και συνολικά με τον ανταγωνισμό, όπου συνολικά πάλι τρέχουμε για να καλύψουμε το πολύτιμο έδαφος και τον χρόνο τον οποίο χάσαμε επί μία δεκαετία.
Άμα δει κανείς -γνωρίζει καλά και ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος- τα στοιχεία της παραγωγικότητας, ειδικά στη βιομηχανία, αυτή έχει αυξηθεί σημαντικά, σε σχέση πάντα με τους ευρωπαϊκούς ρυθμούς. Το ψηφιακό χάσμα, οι αποστάσεις που είχαμε στην έρευνα και στην καινοτομία καλύπτονται, ενώ και οι συνθήκες του ανταγωνισμού παραμένουν ένα διαρκές στοίχημα.
Προσέξτε, είναι εύκολο για κάποιους να παρατηρούν ότι η αγοραστική δύναμη στον τόπο μας παραμένει ακόμα χαμηλή, αφού προηγήθηκε μια χρεοκοπία και μια πρωτοφανής κρίση η οποία διήρκεσε παραπάνω από δέκα χρόνια.
Αλλά είναι μεγάλο λάθος να μην βλέπουν κάποιοι ότι βελτιωνόμαστε και ως προς την αγοραστική δύναμη, την πραγματική κατανάλωση, έχοντας φτάσει πλέον στο 79% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αλλά και ότι η χώρα μας κινείται με μεγάλη ταχύτητα για να μπορέσει να πετύχει αυτή τη σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, η οποία αποτελεί το κεντρικό ζητούμενο της χώρας και τον βασικό στόχο της δεύτερης κυβερνητικής τετραετίας.
Και, μάλιστα, μου κάνει εντύπωση πώς ορισμένοι επιμένουν, στις συγκρίσεις τις οποίες κάνουν ως προς τα οικονομικά στοιχεία, να εξακολουθούν να θέτουν ως έτος σύγκρισης το 2010 και να λένε: «πότε θα επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν το 2010;». Χωρίς να θυμούνται ότι αυτή η ευημερία την οποία ζούσαμε πριν ακριβώς τη χρεοκοπία ήταν μια επίπλαστη ευημερία, ήταν μια ευημερία η οποία στηριζόταν πρωτίστως σε δανεικά και η οποία τελικά οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία.
Η απάντηση, λοιπόν, είναι: δεν θα γυρίσουμε ποτέ στο 2010, ως προς τη διάρθρωση της οικονομίας και τη δημοσιονομική πειθαρχία, η οποία πρέπει να αποτελεί πια τον «μπούσουλα» της κυβερνητικής πολιτικής και στόχο ο οποίος δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από καμία κυβέρνηση.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς θα προσεγγίζουμε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, με μία διαφορετική διάρθρωση, όμως, της οικονομίας μας και χωρίς να επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος.
Βέβαια, έχουμε μία οικονομία η οποία αναπτύσσεται πολύ πιο γρήγορα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και ενδεχομένως αυτό να εξηγεί σε έναν βαθμό -να μην είναι η μόνη εξήγηση- γιατί και ο πληθωρισμός μας εξακολουθεί να είναι ολίγον υψηλότερος ακόμα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Και εκεί, όμως, έχουν γίνει σημαντικά βήματα αποκλιμάκωσης.
Μάλιστα, μόλις χθες ανακοινώθηκε ότι οι τιμές σε 120 προϊόντα καθημερινής κατανάλωσης θα μειωθούν από 6% έως 15%, ακολουθώντας τη σταδιακή αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, η οποία προφανώς αντανακλάται και στους συντελεστές κόστους των επιχειρήσεων.
Είναι και μια πρωτοβουλία η οποία σταδιακά θα αφορά πολύ περισσότερους κωδικούς, αλλά και μια πρωτοβουλία που αποδεικνύει ότι θεσμικά μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού, αλλά και έλεγχοι, μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε μια πιο υγιή διάρθρωση της αγοράς και σε καλύτερες τιμές για τους καταναλωτές.
Τέλος, να μην ξεχνάμε και τη γενικότερη κατεύθυνση της πολιτικής μας. Είναι μια κατεύθυνση η οποία είναι και αναπτυξιακή, αλλά είναι ταυτόχρονα και κοινωνική. Δεν μπορεί να υπάρχει οικονομική πρόοδος χωρίς κοινωνική συνοχή, ούτε συλλογική ακμή χωρίς ατομική προκοπή. Και βέβαια, αυτή η κοινωνική συνοχή έχει να κάνει και με την περιφερειακή σύγκλιση.
Έχουμε πει πολλές φορές ότι στόχος μας δεν αποτελεί απλά η σύγκλιση με την Ευρώπη ως προς τα συνολικά στατιστικά στοιχεία και τους δείκτες της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η ενδοπεριφερειακή σύγκλιση, έτσι ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε περιφερειακές ανισότητες, αλλά και ενδοπεριφερειακές ανισότητες.
Για παράδειγμα, είχαμε βρεθεί πριν από δύο εβδομάδες στον Έβρο, όπου μιλήσαμε για τις ενδοπεριφερειακές ανισότητες του Έβρου, η Αλεξανδρούπολη είναι μια πόλη που αλλάζει και ακμάζει αλλά ο βόρειος Έβρος έχει μείνει πίσω σε σχέση με την αναπτυξιακή δυναμική της πρωτεύουσας της Περιφερειακής Ενότητας του Έβρου.
Και ότι αυτές οι ανισότητες πρέπει να γεφυρώνονται μέσα από στοχευμένες πολιτικές στις οποίες θέλουμε και συμμάχους τους Περιφερειάρχες μας. Γι’ αυτό και σε κάθε Περιφέρεια της χώρας, μέσα από μια διαδικασία διαβούλευσης με την τοπική κοινωνία, θα εντοπίζουμε εκείνες τις παρεμβάσεις που θα μας επιτρέψουν, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό, η ανάπτυξη να είναι όσο το δυνατόν πιο ισόρροπη.
Και να μην βρεθούμε στην Ελλάδα στη θέση που έχουν βρεθεί άλλες χώρες όπου έχουμε πόλεις, αστικά κέντρα τα οποία ακμάζουν, και μια περιφέρεια η οποία ερημώνει. Αυτή είναι μια μεγάλη πρόκληση την οποία πρέπει να διαχειριστούμε και θα τη διαχειριστούμε σε συνδυασμό και σε συνεννόηση με την Τοπική Αυτοδιοίκηση Α’ αλλά κυρίως Β’ βαθμού.
Στον πυρήνα, όμως, της πολιτικής μας πρέπει πάντα να μπορούν να είναι η διατήρηση υψηλών, ποιοτικών ρυθμών ανάπτυξης, η δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας. Νομίζω ότι σε αυτόν τον στόχο έχουμε να επιδείξουμε ένα πολύ αξιόλογο έργο. Θέλω να θυμίσω πού ήταν η ανεργία όταν ήρθαμε στα πράγματα το 2019, πού είναι σήμερα και ποιες είναι οι πραγματικές πιέσεις στην αγορά εργασίας που μας υποχρεώνουν, μαζί και με τους κοινωνικούς εταίρους, να σκεφτούμε πολιτικές οι οποίες έχουν να κάνουν με την κατάρτιση, την είσοδο στο εργατικό δυναμικό περισσότερων γυναικών, περισσότερων νέων.
Διότι δεν θα μπορέσουμε να στηρίξουμε αυτή την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας εάν δεν μπορέσουμε να λύσουμε το ζήτημα του εργατικού δυναμικού και εάν δεν μπορέσουμε να επενδύσουμε συστηματικά στην καινοτομία, στην τεχνολογία και στη βελτίωση της παραγωγικότητας. Αυτό είναι και το μήνυμα της έκθεσης Draghi για την Ευρώπη. Όσο ισχύει για την Ευρώπη, άλλο τόσο ισχύει και συγκεκριμένα για την πατρίδα μας.
Αυτές είναι οι μεγάλες προκλήσεις της οικονομικής πολιτικής, ένα, θα έλεγα, υποσύνολο των οποίων αντιμετωπίζεται μέσα από τις παρεμβάσεις για τις οποίες μας μίλησε σήμερα ο Υπουργός σχετικά με τη βιομηχανία και με τη μεταποίηση.
Να κλείσω με την παρατήρηση ότι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας αλλάζει. Αλλάζει προς την κατεύθυνση την οποία θέλουμε. Όμως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έχουμε πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουμε μπροστά μας, ότι κανείς δεν μένει ακίνητος, ότι και οι χώρες τις οποίες ανταγωνιζόμαστε κάνουν και αυτές τις δικές τους παρεμβάσεις. Αλλά σε αυτόν τον διαρκή συγκριτικό αγώνα πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι πρέπει να τρέξουμε πιο γρήγορα, γιατί πολύ απλά έχουμε πολύ περισσότερο χαμένο έδαφος να καλύψουμε.
Έχουμε πλήρη αίσθηση ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, ότι κάθε μέρα μετράει και ότι αυτή η προσπάθεια αλλαγής ενός μοντέλου μιας οικονομίας που είχε επαναπαυθεί σε κακές συνήθειες του παρελθόντος, οι οποίες σε καμία περίπτωση σήμερα δεν μπορούν να επαναληφθούν, χρειάζεται πολύ κόπο, πολλή προσπάθεια, πολλή συνεννόηση με τους παραγωγικούς φορείς, μεγάλη συμμετοχή της ιδιωτικής οικονομίας και των επενδυτών.
Διότι, μη χανόμαστε, όσα κίνητρα και αν μπορέσουμε να δώσουμε εμείς ως κράτος, αν τελικά ο ίδιος ο επενδυτής δεν πιστεύει ότι η χώρα προσφέρει ένα σταθερό και προβλέψιμο περιβάλλον, το οποίο μπορεί να προσδώσει στην επένδυσή του την υπεραξία που θέλει, δεν θα μπορέσουμε να δημιουργήσουμε αυτή τη δυναμική.
Το έχουμε πια αποκτήσει αυτό το περιβάλλον και μαζί με τον ιδιωτικό τομέα θα μπορέσουμε να δρομολογήσουμε μία αναπτυξιακή πολιτική με θεμέλια ισχυρά, που θα μας επιτρέψει να αντέξουμε στο μέλλον και τις όποιες αντιξοότητες προκύψουν.