Στα 880 ευρώ διαμορφώνεται ο κατώτατος μισθός από την 1η Απριλίου, ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Όπως ανέφερε στην εισαγωγική του τοποθέτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο ο Πρωθυπουργός « το κεντρικό θέμα της σημερινής μας συνεδρίασης είναι η έγκριση της πέμπτης κατά σειρά αύξησης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας. Είναι μια απόφαση την οποία θα εισηγηθεί προς έγκριση του Υπουργικό Συμβούλιο σε λίγο η υπουργός Εργασίας. Θα ισχύσει από την 1η Απριλίου και θα αναβαθμίσει ταυτόχρονα και τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων, συμπαρασύροντας επίσης ανοδικά 19 επιδόματα διαφορετικών κατηγοριών. Κυρίως όμως θα σηματοδοτήσει για ακόμα μία φορά την πρόθεση της κυβέρνησης να επιστρέψει σταδιακά στην κοινωνία ένα μερίδιο της συλλογικής μας ανάπτυξης και σύμφωνα με την νέα ρύθμιση, η βασική αμοιβή θέλω να θυμίσω τη βρήκαμε στα 650 ευρώ το 2019 είναι σήμερα στα 830 ευρώ και από 1ης Απριλίου θα πάει στα 880 ευρώ».
Αναλυτικά η εισαγωγική τοποθέτηση του πρωθυπουργού στη συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου:
Καλησπέρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Το κεντρικό θέμα της σημερινής μας συνεδρίασης είναι η έγκριση της πέμπτης κατά σειρά αύξησης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας.
Είναι μία απόφαση την οποία θα εισηγηθεί προς έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο σε λίγο η Υπουργός Εργασίας. Θα ισχύσει από την 1η Απριλίου και θα αναβαθμίσει ταυτόχρονα και τις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων, συμπαρασύροντας επίσης ανοδικά 19 επιδόματα διαφορετικών κατηγοριών. Κυρίως, όμως, θα σηματοδοτήσει για ακόμα μία φορά την πρόθεση της κυβέρνησης να επιστρέψει σταδιακά στην κοινωνία ένα μερίδιο της συλλογικής μας ανάπτυξης.
Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, η βασική αμοιβή -θέλω να θυμίσω, την βρήκαμε στα 650 ευρώ το 2019, είναι σήμερα στα 830 ευρώ- από 1ης Απριλίου θα πάει στα 880 ευρώ. Είναι μία επιπλέον ενίσχυση 50 ευρώ τον μήνα και η σωρευτική -αξίζει τον κόπο να το σημειώσετε αυτό- μεικτή αύξηση σε σχέση με το 2019 φτάνει τα 2.735 ευρώ τον χρόνο. Με άλλα λόγια, σχεδόν πέντε καθαρούς μισθούς του παρελθόντος. Ενώ το ετήσιο καθαρό κέρδος του εργαζόμενου θα προσεγγίζει τώρα έναν σχεδόν επιπλέον μισθό σε σχέση με πέρυσι.
Να θυμίσω ότι το μέτρο αυτό αφορά 575.000 εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, αλλά, όπως είπαμε, συμπαρασύρει και 600.000 υπαλλήλους στο Δημόσιο, και βέβαια αφορά και όσους λαμβάνουν επιδόματα μητρότητας, γάμου, ανεργίας. Βέβαια, επηρεάζει θετικά και τις τριετίες και κατά συνέπεια και τον μέσο μισθό.
Θέλω να τονίσω ότι αυτή η απόφαση φέρνει την Ελλάδα στην 11η θέση μεταξύ 22 ευρωπαϊκών χωρών που έχουν καθεστώς κατώτατου μισθού.
Προφανώς, δεν ανακουφίζει όσο θα θέλαμε όλες τις ανάγκες, νομίζω, όμως, ότι αναδεικνύει αυτή η απόφαση τα σταθερά βήματα ώστε να υλοποιείται η κεντρική μας προεκλογική δέσμευση, που δεν είναι άλλη από τη συνεχή βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Ειδικά στο Δημόσιο, η οριζόντια αύξηση ανέρχεται στα 30 ευρώ, μετά την περσινή των 70 ευρώ, και σε συνδυασμό με άλλες παρεμβάσεις το συνολικό όφελος κάθε υπαλλήλου θα αγγίξει μεσοσταθμικά τα 190 ευρώ τον μήνα. Πρόκειται, συνεπώς, αν το δει κανείς σε σχέση με το 2022, για έναν ακόμα μισθό, ουσιαστικά.
Ένα στοιχείο το οποίο, θα το ξαναπώ, προφανώς και δεν μας ικανοποιεί, δεν είμαστε εκεί όπου θέλουμε να φτάσουμε, πιστοποιεί, ωστόσο, ότι παρά τις δυσκολίες οι επιλογές αυτές είναι τελικά οι μόνες οι οποίες οδηγούν σε ένα θετικό αποτέλεσμα.
Θυμίζω ότι ο στόχος μας, η προεκλογική μας δέσμευση, παραμένει: κατώτατος μισθός στα 950 ευρώ το 2027 και μέσος μισθός στα 1.500 ευρώ.
Αλλά το σημαντικό δεν είναι μόνο να αυξάνονται οι μισθοί, είναι αυτό να έχει και μια θετική συνολική επίπτωση στην αγορά εργασίας, διότι πρέπει πάντα να γνωρίζουμε ότι κάθε αύξηση του κατώτατου μισθού δεν πρέπει να υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα, ειδικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των εργοδοτών μας.
Και αυτό δεν φαίνεται να συμβαίνει, γιατί η ανεργία έχει ήδη πέσει στο 8,7%, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία. Είναι χαμηλότερη από την ανεργία σε χώρες, όπως η Σουηδία, η Ισπανία, η Φινλανδία. Μόλις πέρυσι δημιουργήσαμε πάνω από 93.000 νέες θέσεις εργασίας. Συνολικά έχουμε δημιουργήσει 500.000 νέες θέσεις εργασίας από το 2019.
Και το λέω αυτό διότι το 2019 το κεντρικό μας πρόταγμα, δεν πρέπει να το ξεχνάμε, ήταν η καταπολέμηση της ανεργίας, που την βρήκαμε τότε στο 17%, και η δημιουργία πολλών νέων θέσεων εργασίας. Και αυτή η πολιτική, όπως βλέπετε, υλοποιείται με συνέπεια.
Ενώ, ταυτόχρονα, επειδή πάντα μας αφορά και η επιβάρυνση ως προς το μη μισθολογικό κόστος, συνεχίζουμε μία πολιτική την οποία έχουμε ξεκινήσει και αυτή από το 2019. Το 2027 η μείωση στο μη μισθολογικό κόστος θα ξεπερνά τις 6 μονάδες.
Άρα, το βασικό μας πρόταγμα «περισσότερες και καλύτερες δουλειές, στήριξη στο διαθέσιμο εισόδημα, αύξηση των ονομαστικών μισθών, μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης», υλοποιείται σε κάθε έκφανση της πολιτικής μας.
Βέβαια, είναι μια πολιτική -δεν θα κουραστώ να το λέω- η οποία στηρίζεται πρώτα και πάνω από όλα στη δημοσιονομική συνέπεια, έτσι ώστε να μπορούμε να υλοποιούμε και τις υπόλοιπες σημαντικές μας προτεραιότητες: καλύτερη υγεία, πιο σύγχρονη παιδεία, ένα πιο αποτελεσματικό και πιο ψηφιακό κράτος.
Ενώ τις επόμενες μέρες θα έχουμε την ευκαιρία να καταθέσουμε και στη Βουλή το όχι μεσοπρόθεσμο, το μακροπρόθεσμο πρόγραμμα της εθνικής άμυνας. Έχοντας εξασφαλίσει τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο, μπορούμε πια να σχεδιάζουμε σε βάθος χρόνου, έτσι ώστε να θωρακίσουμε τις Ένοπλες Δυνάμεις και να τις φέρουμε στο επίπεδο το οποίο αρμόζουν οι γεωπολιτικές προκλήσεις της εποχής.
Επιμένω σε αυτή τη συνολική διάσταση της πολιτικής μας, ειδικά σε μια εποχή όπου ο δημόσιος διάλογος τείνει να γίνεται μονοθεματικός και όπου συχνά υποβιβάζεται σε κομματικούς διαξιφισμούς, γεμάτους τοξικότητα.
Όμως, ας έχουμε υπόψη μας ότι τα γεγονότα εκτός συνόρων έχουν πλέον συνέπειες και έχουν συνέπειες στις ζωές όλων μας: από τους πολέμους στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή, μέχρι τη διαφαινόμενη νέα αντιπαράθεση στο επίπεδο των δασμών που θα επηρεάσει σίγουρα την παγκόσμια οικονομία.
Απέναντι, λοιπόν, σε αυτές τις πρωτοφανείς, θα έλεγα, γεωπολιτικές ανακατατάξεις, η Ελλάδα δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να ομφαλοσκοπεί. Οφείλει καταρχάς να κατοχυρώσει το κεκτημένο της πολιτικής σταθερότητας, η οποία σε πολλές χώρες σήμερα ακόμα αποτελεί ζητούμενο, να διατηρήσει σε θετική τροχιά τα δημόσια οικονομικά της, ώστε οι πόροι να ανακουφίζουν την κοινωνία, ενώ, ταυτόχρονα, χρειάζεται και μια ευρύτερη στρατηγική για την παρουσία μας στους διεθνείς γεωπολιτικούς και οικονομικούς συσχετισμούς. Δυστυχώς, είναι κάτι το οποίο φαίνεται να μην απασχολεί καθόλου κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, θα έλεγα ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο και είναι αποτέλεσμα μιας συστηματικής δουλειάς που έχει γίνει μέχρι σήμερα, το νέο ενδιαφέρον της Chevron για έρευνες υδρογονανθράκων νοτίως της Κρήτης, μετά την ήδη ανακοινωθείσα συμμετοχή της στο πρόγραμμα δυτικά της Πελοποννήσου. Ουσιαστικά, η αμερικανική πολυεθνική αναγνωρίζει έμπρακτα την ελληνική αποκλειστική οικονομική ζώνη στην περιοχή, ενώ θέλω να επισημάνω ότι και η Λιβύη, η οποία πρόσφατα δημοπράτησε θαλάσσια οικόπεδα στη δική της ΑΟΖ, ακολούθησε και αυτή τη μέση γραμμή, σεβόμενη δηλαδή ουσιαστικά τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα.
Και να μην ξεχνάμε ότι στην περιοχή μας, νοτιοδυτικά της Κρήτης και της Πελοποννήσου, δραστηριοποιείται παράλληλα ήδη η Exxon Mobil έχοντας ένα προβάδισμα, ενδεχομένως με τις πρώτες δειγματοληπτικές γεωτρήσεις να λαμβάνουν χώρα και εντός του 2025.
Είναι μία απόδειξη ότι η Ελλάδα ασκεί στην πράξη τα κυριαρχικά της δικαιώματα, σε πείσμα της κακόβουλης σπερμολογίας κάποιων. Αλλά είναι επίσης μία απόδειξη ότι η χώρα μας αναγνωρίζεται ως ένας ενεργειακός κόμβος στην ευρύτερη περιοχή, τόσο στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όσο και στο πεδίο των υδρογονανθράκων.
Εδώ θέλω να επαναλάβω ότι η πολιτική προώθησης της ηλιακής, της αιολικής ενέργειας, είναι δεδομένη για τη χώρα μας. Είμαστε από τους πρωταθλητές στην Ευρώπη στην παραγωγή καθαρής ενέργειας.
Όμως, είναι δεδομένο ότι το ενεργειακό μας μείγμα για τις επόμενες δεκαετίες θα χρειάζεται φυσικό αέριο και προφανώς θα εξαντλήσουμε τα περιθώριά μας ώστε το φυσικό αέριο αυτό να μπορούμε να το εξορύσσουμε και να το καταναλώνουμε οι ίδιοι και όχι να το εισάγουμε δαπανώντας κάθε χρόνο δισεκατομμύρια ευρώ. Και νομίζω ότι όλοι αντιλαμβανόμαστε και την ευρύτερη σημασία της συνεργασίας με δύο αμερικανικούς κολοσσούς, ειδικά σε αυτή τη γεωπολιτική συγκυρία.
Κλείνω λέγοντας για ακόμα μία φορά ότι οι αποφάσεις που θα πάρουμε σήμερα, ειδικά ως προς τον κατώτατο μισθό, είναι μόνο η αφετηρία του νέου στοιχήματος για το οποίο μιλήσαμε και στο προηγούμενο Υπουργικό Συμβούλιο. Αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το χειροπιαστό αποτέλεσμα. Οι πολίτες ζητούν από εμάς σιγουριά, αλλά ζητούν, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ορατή βελτίωση στην καθημερινότητά τους και σε αυτή την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε.
