Ο φόβος για την κυριαρχία των ρομπότ έρχεται από πολύ παλιά (τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960), αλλά η πρόσφατη εισβολή της τεχνητής νοημοσύνης στην καθημερινότητά μας έχει πολλαπλασιάσει τις ανησυχίες με αποτέλεσμα να γίνονται διάφορα πειράματα για την επιβεβαίωση ή για τη διάψευση των ικανοτήτων της. Παράδειγμα, για να δούμε τι μπορεί να συμβαίνει στη λογοτεχνία, η ανθολογία διηγημάτων «Δεν είμαι ρομπότ», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θεμέλιο με επίμετρο Γεράσιμου Κουζέλη. Φιλοξενούνται εδώ διηγήματα τα οποία υπογράφουν οι Δημήτρης Χαλαζωνίτης, Μαρδή Αφέντρα, Γιάννης Παντελάκης, Ελευθερία Παπουτσάκη, Μάγδα Πετρίδη, Κώστας Σωτηρίου, Τζένη Οικονομίδη, Αντώνης Ραζής, Γιώργος Κουτσούκος, Μιχάλης Χατζηκυριάκος, Σπύρος Γιανναράς, Άννα Μαρία Παπαδοπούλου, Νίκη Παναγιωτακοπούλου και Γιάννης Μπαλαμπανίδης.
Παραθέτω και τα 14 ονόματα των συμμετεχόντων μα πέντε εξ αυτών δεν ανήκουν σε φυσικό πρόσωπο, είναι κρυμμένα πίσω από την τεχνητή νοημοσύνη. Πώς θα καταλάβουμε τι ακριβώς έχει γίνει και ποιος έχει κάνει τι; Ένας τρόπος είναι να δούμε ποιοι είναι γνωστοί συγγραφείς. Δεν αρκεί γιατί η ανθολογία περιλαμβάνει και αρκετούς πρωτοεμφανιζόμενους. Άλλος τρόπος είναι να δοκιμάσουμε να ξεχωρίσουμε καλά και κακά ή προσεκτικά οργανωμένα και αδέξια κείμενα. Ούτε αυτό αρκεί επειδή στην πραγματικότητα δεν αποτελεί κριτήριο. Κακά και αδέξια κείμενα είχαμε και πριν από την τεχνητή νοημοσύνη. Πώς θα διευκολυνθούμε τώρα; Μήπως θα βοηθούσε να ξέρουμε τις προδιαγραφές που έδωσαν στα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης οι οργανωτές της ανθολογίας; Τι περίπου τους ζήτησαν και πώς; Ούτε αυτό, όμως, το ξέρουμε και η θεματολογία των κειμένων είναι πολυσυλλεκτική. Από αναφορές στο αστυνομικό μυθιστόρημα και στη νεότερη ελληνική ιστορία μέχρι παραπομπές σε οικογενειακά ζητήματα ή σε ζητήματα τεχνολογίας και καθημερινής ύπαρξης.
Στο επίμετρο της ανθολογίας ο Κουζέλης γράφει πως μπορούμε να κοιτάξουμε το ύφος, το βάθος διείσδυσης ή τις πιθανές κοινοτοπίες. Και πάλι δεν διευκολυνόμαστε ιδιαιτέρως, γιατί η πρωτοτυπία είναι σχετική έννοια και το ύφος απουσιάζει από πολλούς πραγματικούς συγγραφείς. Έκανα το κουίζ και βρήκα τέσσερα από τα πέντε κείμενα τεχνητής νοημοσύνης (στο τέλος της συλλογής μαθαίνουμε ποια είναι τα τεχνητά – για να διαβάσουμε το σύνολο χωρίς προκαταλήψεις). Πρέπει να πω πως δεν ήταν αυτονόητο και επιπλέον ότι προηγήθηκαν πολλοί υπολογισμοί. Εκείνο που βάρυνε στην κρίση μου ήταν ένα είδος προγραμματικού σχεδιασμού, το οποίο διέκρινα στα προϊόντα της τεχνητής νοημοσύνης. Προγραμματισμός συν κάποια ευκολία ή και μηχανικότητα. Σύμφωνοι, αλλά πρώτον είμαι επαγγελματίας αναγνώστης και δεύτερο ένα τουλάχιστον τεχνητό κείμενο μου διέφυγε. Πολλώ δε μάλλον που προγραμματικότητα ή μηχανικισμό χρεώνω συχνά και σε πραγματικά κείμενα.
Δεν ξέρω ποια είναι τα τελικά συμπεράσματα. Σίγουρα στο μέλλον (και μάλιστα στο εγγύς μέλλον) η τεχνητή νοημοσύνη θα αποδειχθεί πολύ πιο ικανή και επιδέξια, με δυνατότητες τις οποίες δεν είμαστε σε θέση να φανταστούμε αυτή τη στιγμή. Επιμένω πως τα πράγματα προς το παρόν τα κάνει πιο παρήγορα η γνώση των προδιαγραφών με τις οποίες τρέφεται η τεχνητή νοημοσύνη προκειμένου να ψάξει στον ωκεανό των αχανών πληροφοριών της. Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που χρειαζόμαστε είναι σύνεση και ψυχραιμία. Όπως και περισσότερα πειράματα, που αν μη τι άλλο θα μας προετοιμάσουν καλύτερα για τα επερχόμενα.
