Περισσότερα από δώδεκα είδη βακτηρίων μεταξύ των εκατοντάδων που ζουν στο στόμα μας συνδέονται με συνολική αύξηση 50% του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου κεφαλής και τραχήλου (HNSCC), σύμφωνα με νέα μελέτη. Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα κεφαλής και τραχήλου (SCC), το οποίο αναπτύσσεται στο στόμα, τη μύτη και το λαιμό, είναι από τις πιο κοινές μορφές της νόσου στην Ευρώπη με περισσότερα από 150.000 άτομα να διαγιγνώσκονται κάθε χρόνο. Ορισμένα από αυτά τα μικρόβια είχαν προηγουμένως αποδειχθεί ότι συμβάλλουν στην περιοδοντική νόσο, σοβαρές λοιμώξεις των ούλων που μπορούν να καταστρέψουν το γναθοκόκαλο και τους μαλακούς ιστούς που περιβάλλουν τα δόντια.
Οι ειδικοί έχουν παρατηρήσει εδώ και καιρό ότι τα άτομα με κακή στοματική υγεία είναι στατιστικά πιο ευάλωτα σε HNSCC, μια ομάδα που περιλαμβάνει τους πιο κοινούς καρκίνους του στόματος και του λαιμού. Ενώ μικρές μελέτες έχουν συνδέσει ορισμένα βακτήρια σε αυτές τις περιοχές (το στοματικό μικροβίωμα) με τους καρκίνους, οι ακριβείς βακτηριακοί τύποι που εμπλέκονται περισσότερο παρέμεναν μέχρι τώρα ασαφείς.
Η ομάδα, με επικεφαλής ερευνητές του NYU Langone Health και του αντικαρκινικού κέντρου Perlmutter, ανέλυσε τη γενετική σύνθεση των στοματικών μικροβίων που συλλέχθηκαν από υγιείς άνδρες και γυναίκες. Από τα εκατοντάδες διαφορετικά βακτήρια που βρίσκονται συνήθως στο στόμα, 13 είδη φάνηκε ότι είτε αυξάνουν είτε μειώνουν τον κίνδυνο εμφάνισης HNSCC. Συνολικά, η ομάδα αυτή συνδέθηκε με 30% μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου. Σε συνδυασμό με πέντε άλλα είδη που παρατηρούνται συχνά σε ασθένειες των ούλων, ο συνολικός κίνδυνος αυξήθηκε κατά 50%.
«Τα ευρήματά μας προσφέρουν νέα στοιχεία για τη σχέση μεταξύ του στοματικού μικροβιώματος και των καρκίνων κεφαλής και τραχήλου», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Σογιούνγκ Κουάκ. «Αυτά τα βακτήρια μπορεί να χρησιμεύσουν ως βιοδείκτες ώστε οι ειδικοί να επισημαινουν όσους διατρέχουν υψηλό κίνδυνο», πρόσθεσε η Κουάκ, μεταδιδακτορική φοιτήρτρια στο Τμήμα Υγείας του Πληθυσμού στην Ιατρική Σχολή NYU Grossman.
Προηγούμενες έρευνες είχαν εντοπίσει ορισμένα βακτήρια σε δείγματα όγκων ατόμων που είχαν ήδη διαγνωστεί με αυτούς τους καρκίνους. Σε μια μικρή αξιολόγηση του 2018, η ερευνητική ομάδα διερεύνησε πώς τα μικρόβια σε υγιείς συμμετέχοντες μπορούν με την πάροδο του χρόνου να συμβάλουν στον μελλοντικό κίνδυνο εμφάνισης HNSCC.
Η τελευταία μελέτη τους, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «JAMA Oncology», είναι η μεγαλύτερη και πιο λεπτομερής ανάλυση του είδους της μέχρι σήμερα. Είναι επίσης από τις πρώτες που εξετάζουν αν οι κοινοί μύκητες, όπως η μαγιά και η μούχλα που, μαζί με τα βακτήρια, συνθέτουν το μικροβίωμα του στόματος, μπορεί να παίζουν ρόλο στην εμφάνιση HNSCC. Ωστόσο, τα νέα πειράματα δεν διαπίστωσαν κάτι τέτοιο.
Για τη μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από τρία συνεχιζόμενα ερευνητικά προγράμματα που παρακολουθούν σχεδόν 160.000 Αμερικανούς και τα οποία εξετάζουν πιθανούς παράγοντες κινδύνου για καρκίνο. Όλοι οι συμμετέχοντες έδωσαν δείγματα σάλιου όπου φαινόταν ο αριθμός και τα είδη των βακτηρίων που ζούσαν στο στόμα τους. Οι ερευνητές παρακολούθησαν τους συμμετέχοντες για περίπου 10 έως 15 χρόνια προκειμένου να καταγράψουν τυχόν εμφάνιση καρκινικών όγκων.
Στην τρέχουσα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν το βακτηριακό και μυκητιασικό DNA από τα δείγματα σάλιου. Στη συνέχεια, εντόπισαν 236 ασθενείς που ανέπτυξαν καρκίνο και συνέκριναν το DNA των μικροβίων του στόματος με αυτό 458 ατόμων τα οποία δεν είχαν διαγνωστεί με καρκίνο. Στην έρευνά τους, η ομάδα έλαβε υπόψη της παράγοντες που είναι γνωστό ότι παίζουν ρόλο, όπως η ηλικία, η φυλή, το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ.
«Το βούρτσισμα των δοντιών και η χρήση οδοντικού νήματος μπορεί όχι μόνο να βοηθήσουν στην πρόληψη της περιοδοντικής νόσου, αλλά και να προστατεύσουν από τον καρκίνο της κεφαλής και του τραχήλου», δήλωσε ο Ρίτσαρντ Χέις, καθηγητής στο Τμήμα Υγείας του Πληθυσμού της Ιατρικής Σχολής NYU Grossman και μέλος του Κέντρου Καρκίνου Perlmutter.
Οι ερευνητές υπογράμμισαν ότι η μελέτη τους σχεδιάστηκε για να εντοπίσει συσχετισμούς μεταξύ του κινδύνου εμφάνισης καρκίνου και ορισμένων βακτηρίων στο στόμα, αλλά όχι για να τεκμηριώσει μια άμεση σχέση αιτίου-αποτελέσματος. Αυτό θα απαιτήσει περαιτέρω έρευνα.
«Τώρα που εντοπίσαμε βασικά βακτήρια που μπορεί να συμβάλλουν στην ασθένεια αυτή, σχεδιάζουμε στη συνέχεια να διερευνήσουμε τους μηχανισμούς που τους επιτρέπουν να το κάνουν αυτό και με ποιους τρόπους μπορούμε να παρέμβουμε καλύτερα», δήλωσε η συν-συγγραφέας της μελέτης Τζιγιούνγκ Αν, καθηγήτρια στο Τμήμα Υγείας του Πληθυσμού και Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής Grossman του NYU.
Η Αν επισήμανε ωστόσο, ότι ενώ οι πρόσθετοι κίνδυνοι από τα βακτήρια είναι ανησυχητικοί, οι συνολικές περιπτώσεις καρκίνου της κεφαλής και του λαιμού παραμένουν αρκετά σπάνιες.