Στον κόσμο του ζωγράφου Γιώργου Δούκα (1924-2018) και σε σημεία της Θεσσαλονίκης που αποτύπωσε στα έργα του μεταφέρονται οι επισκέπτες της νέας έκθεσης στις Βιτρίνες του ΟΤΕ, στο κέντρο της πόλης, στην οδό Καρόλου Ντηλ.
Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα ζωγραφικής και χαρακτικής, αλλά και προσωπικά αντικείμενα του καλλιτέχνη της Θεσσαλονίκης, ο οποίος σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Γιάννη Μόραλη και Γιάννη Κεφαλληνό, επέστρεψε στην πόλη του και δημιούργησε πίνακες, χαρακτικά και αγιογραφίες.
«Είναι μια έκθεση για τον ζωγράφο Γιώργο Δούκα, έναν σημαντικό καλλιτέχνη, για τον οποίο δεν γνωρίζαμε πολλά πράγματα. Δεν είναι ένα από τα ονόματα που έχουν ίσως συνδεθεί στο μυαλό μας με αυτό που περιγράφουμε ως ζωγραφική της Θεσσαλονίκης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα» δήλωσε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Σωκράτης Κιούσης, δρ. Μουσειολογίας, ο οποίος έχει γράψει το κείμενο της έκθεσης.
«Στόχος της έκθεσης που έχει επιμεληθεί ο Γιάννης Αργυριάδης είναι να δοθούν στους κατοίκους και τους επισκέπτες της Θεσσαλονίκης η ικανότητα να διαγνώσουν συνάφειες ανάμεσα στις εικόνες του Γιώργου Δούκα και την τωρινή πόλη αλλά και το έναυσμα να συζητήσουν για έναν καλλιτέχνη που μπορεί και να μη γνώριζαν μέχρι τώρα», επισήμανε ο κ. Κιούσης.
Ο Γιάννης Αργυριάδης ενημερώθηκε από τον ανιψιό του ζωγράφου, Σωτήρη Δούκα, σύμφωνα με τον κ. Κιούση, ότι ο Γιώργος Δούκας έλαβε μία σημαντική υποτροφία από τον Κεφαλληνό για μετεκπαίδευση στο Παρίσι, κάτι το οποίο όμως δεν συνέβη επειδή, οικογενειακοί λόγοι τον ανάγκασαν να παραμείνει στην Ελλάδα και να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη.
«Όταν ένας καλλιτέχνης φεύγει από ένα κέντρο, όπως είναι η Αθήνα σαφέστατα αυτό έχει έναν αντίκτυπο στην πορεία του, όχι ότι δεν υπήρξε παραγωγικός» εξήγησε ο κ. Κιούσης συμπληρώνοντας ότι για τον Γιώργο Δούκα η Κάτια Κιλεσοπούλου, δρ. Ιστορίας της Τέχνης και έφορος της Δημοτικής Πινακοθήκης έχει γράψει ότι συνέχισε να είναι παραγωγικός στη Θεσσαλονίκη, στη χαρακτική και στη ζωγραφική, αλλά και με αγιογραφικές εργασίες».
Η έκθεση στις Βιτρίνες του ΟΤΕ είναι διαρθρωμένη σε τρεις ενότητες, οι οποίες λειτουργούν και αυτόνομα.
Η πρώτη, η οποία περιλαμβάνει τρεις τοπιογραφίες και το εκτενές κείμενο είναι εισαγωγική ενότητα. «Γίνεται προσπάθεια να δοθεί χώρος και βήμα σε έναν καλλιτέχνη, ο οποίος μπορεί να μην είδε τα έργα του να εκτίθενται στον βαθμό που θα έπρεπε» ανέφερε ο κ. Κιούσης προσθέτοντας ότι «τέτοιου είδους εκθέσεις είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν, γιατί το μουσειακό περιβάλλον πρέπει να είναι ανοιχτό σε όλους και πρέπει ο καθένας μας να βρίσκει μέσα σε αυτό τη δική του εικόνα, είτε ως δημιουργός είτε ως πολίτης». Μία εγκατάσταση που θυμίζει καβαλέτο, ένα τελάρο και ένα καπέλο παρουσιάζονται στην ίδια θεματική ενότητα.
Ένα καπέλο που παραχωρήθηκε από τον ανηψιό του υπάρχει και στη δεύτερη ενότητα και παρέχει αίσθηση της αλήθειας, αυθεντικότητα, που αναζητά ο επισκέπτης πέρα από τα έργα ενός καλλιτέχνη, όπως σημειώνει ο κ. Κιούσης.
Η ενσωμάτωση προσωπικών αντικειμένων του ίδιου του δημιουργού λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις: στο μεν πρώτο παράθυρο της έκθεσης, ο ίδιος ο δημιουργός μετατρέπεται σε θεατή του έργου του, θέση την οποία με χαρά, φαίνεται να παραχωρεί στους θεατές στις επόμενες δύο ενότητες, σύμφωνα με τον κ. Κιούση. Στη δεύτερη ενότητα κυρίαρχα στοιχεία είναι οι μήτρες, τα ξύλινα πρότυπα, από τα οποία προέκυψαν τα χαρακτικά του Γιώργου Δούκα. «Θυμίζει λίγο γενεαλογία. Γιατί η μήτρα είναι κάτι πολύ σημαντικό, δεν είναι αυτό το οποίο συνήθως προορίζεται για έκθεση, αλλά χρησιμεύει για την παραγωγή ενός έργου» τόνισε ο κ. Κιούσης σημειώνοντας ότι η επιλογή της παρουσίασής της είναι ένα κάλεσμα στον επισκέπτη να μελετήσει το έργο του Γιώργου Δούκα εκτενέστερα.
Την τρίτη ενότητα που φέρει τον τίτλο «Σημεία της πόλης» αποτελούν συνθέσεις όπως εξώπορτες με στεφάνια, εξωτερικές όψεις κτιρίων με αρχιτεκτονική λεπτομέρεια και γεωμετρία, είσοδοι που δεν αποκλείουν τον ανθρώπινο παράγοντα και μεταφορικά λειτουργούν σαν πύλη στον κόσμο και το έργο ενός καλλιτέχνη, ανέφερε ο κ. Κιούσης.
Ο Γιώργος Δούκας είναι ένας ζωγράφος, όπως σημειώνει η Κάτια Κιλεσοπούλου, το έργο του οποίου δεν επικοινωνεί ακριβώς με τους καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης, δηλαδή ακολουθεί τα στοιχεία της λεγόμενης Αθηναϊκής Σχολής, ωστόσο σε αυτή τρίτη ενότητα διακρίνονται σημεία της πόλης, όπως κτίρια ή σπίτια στην Βασιλέως Ηρακλείου ή στη Βασιλίσσης Όλγας, κάποια από τα οποία υπάρχουν και σήμερα.
Η έκθεση παρουσιάζει τον καλλιτέχνη και το έργο του, αλλά και είναι ένα κάλεσμα στον κόσμο να σταματά στην πόλη του και να την αφουγκράζεται. «Νομίζουμε ότι είμαστε εξοικειωμένοι με όλα όσα αποτελούν την πόλη, αλλά εντέλει με μια δεύτερη και μια τρίτη ανάγνωση καταλαβαίνουμε ότι έχει ακόμα πολλά να μας διηγηθεί. Και είναι πάρα πολύ όμορφο όταν η τέχνη επωμίζεται αυτό τον ρόλο, όταν δηλαδή μέσα από τέχνη από την οποία μας χωρίζουν ούτε μία, ούτε δύο, αλλά τέσσερις, πέντε δεκαετίες, μισός αιώνας, μπορούμε να νιώσουμε αυτή τη γοητεία» τόνισε ο κ. Κιούσης.