Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι (1925-1994) και μια τεσσαρακονταετία περίπου από την εποχή κατά την οποία εκφωνούσε τα σχόλιά του στο πρωτοποριακό υπό τη διεύθυνσή του Τρίτο Πρόγραμμα, έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε ξανά ή να διαβάσουμε τώρα (εξαρτάται από την ηλικία και από τη γενιά) τον ραδιοφωνικό του λόγο αποτυπωμένο σε βιβλίο με τίτλο «Τα σχόλια του Τρίτου», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος. Πρόκειται για τα σχόλια που διάβαζε ο Χατζιδάκις από το Τρίτο Πρόγραμμα κάθε Κυριακή μεσημέρι μεταξύ Μαΐου του 1978 και Απριλίου του 1980 και τα οποία κυκλοφόρησαν πρώτη φορά το 1980 από τις εκδόσεις Εξάντας σε επιμέλεια του Γιώργου Χρονά.
Το σημαντικότερο στο βιβλίο είναι η προφορικότητα του Χατζιδάκι – μπορεί να εκφωνούσε τα σχόλια βασισμένος σε δακτυλόγραφα διορθωμένα την τελευταία στιγμή με το χέρι πλην ο λόγος του διέθετε τη ζωντάνια, την αμεσότητα μα και τη χαριτωμένη (γιατί όχι και κομψή) αστάθεια της προφορικής συνομιλίας, της κοντινής, φιλικής επαφής και της σχεδόν εξομολογητικής κουβέντας. Έτσι ο Χατζιδάκις θα καλύψει με το περιπαικτικό (ποτέ όντως προσβλητικό) του ύφος, καθώς και με τις αναπάντεχες και κατά κανόνα αντισυμβατικές απόψεις του, κρίσιμα ζητήματα του πολιτισμού και της πολιτιστικής παραγωγής κατά τη διάρκεια των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών – πάντοτε μέσα από ένα διευρυμένο, ανοιχτό και δημοκρατικό πολιτικό βλέμμα. Στον Χατζιδάκι δεν άρεσαν οι κομματικές συγκρούσεις και οι παραταξιακοί καβγάδες, υποψιαζόταν μονίμως τις κρατικές προθέσεις, απεχθανόταν τις φλύαρες δημόσιες δεσμεύσεις και ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να απορρίψει διαρρήδην οιοδήποτε γραφειοκρατικό τερτίπι ή να τα βάλει ακόμα και με τη διοίκηση της τότε κρατικής μόνο τηλεόρασης – έστω κι αν διευθύνοντας το Τρίτο Πρόγραμμα είχε να αντιμετωπίσει πολλαπλή, έντονη και από ποικίλες διευθύνσεις προερχόμενη κριτική.
Ξεκινώντας από τον δικό του ναό, τον κόσμο της μουσικής, ο Χατζιδάκις θα δηλώσει ευθέως πως η ιστορία της μουσικής εν Ελλάδι είναι για κλάματα, είτε σκεφτούμε τα εμβατήρια και τα ωδεία είτε οιαδήποτε δημόσια διοργάνωση: είναι όλες και όλα θλιβερά επειδή με τη σοβαροφάνεια και τις κεφαλαιώδεις παραλείψεις τους αγνοούν τόσο την κλασική μουσική όσο και τη λαϊκή δημιουργία, βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κουλτούρα. Ο Χατζιδάκις ένιωθε, μια και το λέμε, πολύ διστακτικός με την παράδοση – τον ενοχλούσε διότι συνδεόταν επιτακτικά με αμφίβολες, τουλάχιστον ρητορικές και κούφιες διακηρύξεις` επειδή κάτω από τα σεβάσμια ρούχα της κρύβονταν η άγνοια και η οπισθοδρόμηση` διότι η ίδια μετατρεπόταν σε πηγή ανάσχεσης της συγκροτημένης έρευνας για τις όντως ξεχασμένες αξίες όχι μόνο του απώτερου παρελθόντος, αλλά και του εκ του σύνεγγυς παρόντος. Αξίες που ζητούν επίμονα την αναζωογόνηση, την επανεκκίνηση και τον εδραίο εμπλουτισμό τους.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο τα πάντα (κομματικές τυφλώσεις, κουτσός πολιτισμός και αδρανής καθημερινός πολιτικός βίος) καταλήγουν σε ένα απέραντο, όπως το ονομάζει ο Χατζιδάκις, Ορνιθοκομείο, σε μια καρναβαλική γιορτή, σε ένα πανηγύρι εν κενώ, που μας απαγορεύει να αποκτήσουμε -και να κατακτήσουμε- το ακριβώς αντίθετό του: ένα «Ορνιθοκομείο με κότες εύγευστες και όχι ευαίσθητες». Αν υπήρχε πράγματι η δυνατότητα, τότε και οι πολίτες και οι καλλιτέχνες θα μπορούσαν να διεκδικήσουν μια ελευθερία η οποία θα αγαπούσε τον γενέθλιο τόπο με τα μάτια στραμμένα την ίδια στιγμή σε αλλότριες σφαίρες – σε ζείδωρα νήματα εκτός συνόρων.
Η γραφή του Χατζιδάκι είναι παιγνιώδης μα κάθε άλλο παρά απλή και ακόμα λιγότερο απλοϊκή. Τη φράση του ενισχύουν πυκνά από τη μια πλευρά λογοπαίγνια και συνειρμικές εκρήξεις με εξπρεσιονιστικό χρώμα και από την άλλη μεριά, μια ηθελημένα σπασμένη αλυσίδα κρίσεων που είναι σαν να προβάλλονται σε οθόνη με ταινία του Φελίνι ή σαν να αποτελούν προέκταση της υπερρεαλιστικής ποίησης του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου, του Ελύτη και του Μίλτου Σαχτούρη. Ποιητές που έρχονται αίφνης να συναντηθούν με τον Σολωμό, τον Φρανσουά Βιγιόν, τον Γκέτε και τον Έλιοτ.
Τα «Σχόλια του Τρίτου» αποκαλύπτουν πρωτίστως την ποιητική ιδιοσυγκρασία του Χατζιδάκι, την ορκισμένη πίστη του σε ουρανούς και ανθώνες κατά το ελυτικό πρότυπο, σε παραδείσια πουλιά ικανά να φέρουν το σύμπαν πάνω-κάτω, να αντισταθούν στην ασχήμια και να υμνήσουν, ακόμα και «εις ώτα μη ακουόντων», την ομορφιά και τη χαρά.