Έπειτα από τριάντα χρόνια το εθνικό θέατρο ταξιδεύει σε μικρά θέατρα, αναδεικνύοντας τους χώρους όπου η τέχνη ήταν εκπαιδευτικός λόγος κατά την αρχαιότητα. Ο Πλούτος γραμμένος το 388 π.Χ. είναι το τελευταίο έργο της Αθηναϊκής δημοκρατίας αναφέρει ο σκηνοθέτης Μάνος Βαβαδάκης.
Στο έργο περιγράφεται η κατάρρευση των θεσμών, και για το πως οι πολίτες αντιμετωπίζουν την απόκτηση πλούτου, ο οποίος είναι τυφλός και ως εκ τούτου δεν διακρίνει μεταξύ αγαθών και μη για το που θα καταλήξει. Πρόκειται για μια τυχαία επιλογή.
Οι παραστάσεις του Πλούτου θα ταξιδέψουν σε όλα τα μικρά θέατρα της Ηπείρου και μετά η περιοδεία θα συνεχιστεί στην Πελοπόννησο. Η παράσταση δίνεται στο φως της ημέρας και χωρίς ηχητικές εγκαταστάσεις, έτσι ακριβώς όπως παιζόταν τα έργα στην αρχαιότητα.
Η Γεωργία Στρατούλη, αναπληρώτρια έφορος αρχαιοτήτων Ημαθίας, σημειώνει ότι δυο χώροι πολιτισμού υποδέχονται αυτήν την παράσταση. Η Μίεζα αναδύεται ως μοναδική υπεραξία στην Ημαθία. Βρίσκεται δίπλα από δημόσιους χώρους της αρχαιότητας. Από την έρευνα διαπιστώνεται πλέον ότι το συγκεκριμένο σημείο αποτελούσε χώρο ενός γυμνασίου, όπου πιθανότατα δίδαξε ο Αριστοτέλης την βασιλική οικογένεια, τον Αλέξανδρο και τους επιστήθιους φίλους του με τους οποίους άλλαξε την εικόνα του αρχαίου κόσμου.
Στην Μίεζα θα αρχίσουν άμεσα ανασκαφές με επικεφαλής την αρχαιολόγο Αγγελική Κοταρίδη και στο μέλλον θα έχουμε σημαντικά ευρήματα που θα επαυξήσουν την αξία της Μίεζας, της Νάουσας και της Ημαθίας.
Σημειώνεται ότι μια πρώτη εκδοχή του Πλούτου παίχτηκε το 408 π.Χ., πριν από την λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά δεν έχει διασωθεί. Δεν είναι γνωστό εάν κέρδισε κάποιο βραβείο όταν το έργο διαγωνίστηκε μαζί με άλλα τέσσερα. Φαίνεται όμως ότι πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο Αραρώς, εις εκ των τριών γιων του Αριστοφάνη, στην παρθενική του παρουσίαση.
Ο συγγραφέας πραγματεύεται το πρόβλημα της ανισότητας του πλούτου και αφήνει τους θεατές να μάθουν τις προσωπικές του απόψεις, για την κοινωνία, για τους συμπολίτες του που διψούν για πλούτο και επικρίνουν εκείνους που τον διαθέτουν έως ότου τον αποκτήσουν και εκείνοι και γίνουν όπως οι άλλοι.
Μια περίοδος ωριμότητος του 60χρονου Αριστοφάνη, μετά το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου. Αφού η Αθήνα πέρασε από το ολιγαρχικό κατοχικό καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων, την γνωστή ως βασιλεία του τρόμου κατά την οποία οι εκλεκτοί των κατακτητών εκτέλεσαν, δολοφόνησαν και εξόρισαν εκατοντάδες Αθηναίους, αρπάζοντας τα υπάρχοντά τους, ήρθε η ανατροπή. Ο Θρασύβουλος επικεφαλής μιας μικρής ομάδος προσπάθησε να διώξει τους υποστηριζόμενους από τους Σπαρτιάτες Τριάκοντα, στην Μάχη της Φυλής στις 4 του Βοηδρομίωνος (μέσα Αυγούστου – μέσα Σεπτεμβρίου) του 404 π.Χ. Ήταν όμως τόσοι πολλοί οι Αθηναίοι που δεν άντεχαν το απολυταρχικό καθεστώς των Σπαρτιατών, ώστε μέσα σε μικρό διάστημα οι 70 έγιναν 700, και κατάφεραν να εξολοθρεύσουν την σπαρτιατική δύναμη στην Φυλή. Ως αποτέλεσμα οι Τριάκοντα καθαιρέθηκαν με ψηφοφορία του δικού τους ολιγαρχικού οργάνου και αναζητούσαν εκτός συνόρων καταφύγιο για να σωθούν.
Έπειτα από περιπέτειες η δημοκρατία επανήλθε, αλλά η συμπεριφορά των πολιτών δεν άλλαξε από τα παθήματα τους, όπως έδειξε η συνέχεια. Θεωρούσαν ότι αν είχαν πλούτο θα ήταν διαφορετικοί. Έτσι, ο Χρεμύλος και ο δούλος του Καρίων οδήγησαν τον Πλούτο στο ιερό του Ασκληπιού για να θεραπευτεί από την τυφλότητά του. Η ίαση του οδήγησε σε ανατροπές που προκαλούσαν απρόβλεπτα κοινωνικά προβλήματα.
Τελικά, ο Ησίοδος που περιέγραψε τον μύθο του Πλούτου, μάλλον επιβεβαιώθηκε, καθώς η θεά Τύχη όριζε ποιος θα αποκτούσε το κέρας της Αμάλθειας. Εξ ου και ο γιος της Δήμητρας και του θνητού Ηετίωνος παρέμεινε αιώνια παιδί στην αγκαλιά της Τύχης.
Πηγή: ertnews.gr