Κινηματογράφος

Οι πρεμιέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες: Ωδή στους κασκαντέρ, Ράιαν Γκόσλινγκ, αραχνοφοβία και λυρικός Παρατζάνοφ

Η εντυπωσιακή υποδοχή του κοινού στην ταινία τρόμου των Unboxholics, «Μην Ανοίγεις την Πόρτα», σημειώνοντας μία, πέρα του αναμενόμενου, επιτυχία στα ταμεία των 115 κινηματογράφων που προβλήθηκε, πιάνοντας πάνω από 27.000 εισιτήρια την πρώτη μέρα προβολής της – κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί και τις επόμενες ημέρες λόγω των προπωλήσεων – προσγειώνει απότομα τις πρεμιέρες της πρώτης εβδομάδας του Μαΐου σε τέσσερις.

Με δεδομένο και την έξοδο του Πάσχα, δυο είναι από τις καινούργιες ταινίες που μπορούν να συναγωνιστούν το ελληνικό horror, «Ο Κασκαντέρ» με τον Ράιαν Γκόσλινκ και το παιδικό animation «Γκάρφιλντ: Γάτος με Πέταλα». Το ενδιαφέρον της έχει όμως και η γαλλική ταινία τρόμου «Στον Ιστό του Τρόμου», ενώ για τους φανατικούς σινεφίλ υπάρχει και η επανέκδοση του λυρικού αριστουργήματος «Το Χρώμα του Ροδιού», του φημισμένου Σεργκέι Παρατζάνοφ.

Ο Κασκαντέρ

(“The Fall Guy”) Κωμική περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Λιτς, με τους Ράιαν Γκόσλινγκ, Έμιλι Μπλαντ, Άαρον Τέιλορ Τζόνσον, Χάνα Γουάντινγκχαμ, Γουίνστον Ντιουκ, Λι Μέιτζορς, Στέφανι Σου κα.

Αυθεντική χολιγουντιανή – με την καλή έννοια – διασκέδαση και μαζί μία ωδή στους επαγγελματίες κασκαντέρ από τον Ντέιβιντ Λιτς, του αλλόκοτου «Bullet Train» και του κατασκοπικού «Atomic Blonde», ενός σκηνοθέτη ταινιών δράσης και για είκοσι χρόνια με προϋπηρεσία ως κασκαντέρ.

Ταινία που βασίζεται στην καλτ ομότιτλη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’80 με πρωταγωνιστή τον Λι Μέιτζορς, ο οποίος κρατά εδώ ένα μικρό ρόλο τιμής ένεκεν, ενώ είναι φανερό ότι όλοι οι συντελεστές, αν μη τι άλλο, το γλεντούν με την ψυχή τους.

Ένα εκρηκτικό μπλογκμπάστερ και συνάμα ευγενικών προθέσεων φιλμ, στην επιτυχία του οποίου συμβάλλουν και ο σκηνοθέτης, που γνωρίζει πολύ καλά την ψυχολογία του κεντρικού πρωταγωνιστή και η πλούσια παραγωγή, που δεν φείδεται προκειμένου να καλύψει εντυπωσιακά και πειστικά τις σκηνές δράσης, καθώς και οι ηθοποιοί και ειδικά ο Ράιαν Γκόσλινγκ, που μπαίνει στο πετσί του ήρωα, όπως και ο Μπραντ Πιτ στην ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο «Κάποτε στο Χόλιγουντ».

Ο Κολτ είναι ένας κασκαντέρ, και όπως συμβαίνει σε όλους τους συναδέλφους του, τον ανατινάζουν, τον πυροβολούν, τον χτυπάνε με αυτοκίνητα, τον ρίχνουν από παράθυρα και τον πετάνε από δυσθεώρητα ύψη, για τη διασκέδαση του κοινού. Έχοντας επιβιώσει από ένα ατύχημα, που παραλίγο να του κοστίσει την καριέρα του, αυτός ο ήρωας – εργάτης του σινεμά και που σκέφτεται να αποσυρθεί, καλείται να εντοπίσει έναν αγνοούμενο κινηματογραφικό αστέρα, που ντουμπλάρει στις επικίνδυνες σκηνές της ταινίας, να λύσει μια σκοτεινή υπόθεση συνωμοσίας και να κερδίσει ξανά τον έρωτα της ζωής του, ενώ συνεχίζει να εργάζεται σαν κασκαντέρ.

Γοητευτική κωμική περιπέτεια, μια σωστή γιορτή των μπλογκμπάστερ και των ψευδαισθήσεων του σινεμά, αλλά και ένα μεγάλο «ευχαριστώ» προς όλους αυτούς τους ανώνυμους εργάτες της κινηματογραφικής βιομηχανίας και ειδικά για τους υποτιμημένους κασκαντέρ. Είναι όμως και μια απολαυστική περιπέτεια δράσης, άψογα κουρδισμένη, χειμαρρώδους ροής και προσεγμένης αφήγησης, με τις καλοδεχούμενες σινεφιλικές αναφορές.

Ο Λιτς, προσφέρει μία απολαυστική έκθεση από τα βασικά κόλπα των κασκαντέρ, όπως τα πυροτεχνήματα, τις φωτιές, τα εκπαιδευμένα σκυλιά, τα περίφημα κυνηγητά αυτοκινήτων, με τα ατυχήματα που κόβουν την ανάσα, τα εικονικά όπλα, τις χορογραφίες μάχης, τις τούμπες στο κενό και άλλα πολλά, φτάνοντας στα όρια της παρωδίας και ταυτόχρονα τοποθετώντας τους χαρακτήρες στο σημείο που πρέπει και με την κατάλληλη ψυχοσύνθεση, ενώ παραπέμπει και σε πολλές γνωστές ταινίες δράσης.

Και είναι τόσο προσηλωμένος στο θέμα του και στον ήρωά του ο Λιτς, που ξεφεύγει από τη γνωστή αυταρέσκεια που τον διακρίνει, για να αποθεώσει τα υπέροχα ακροβατικά και τις επικίνδυνες σκηνές των αφανών ηρώων – κασκαντέρ, ακόμη και εις βάρος της πλοκής, που χρησιμοποιείται περισσότερο ως πρόσχημα, για την ανάδειξη του πυρήνα του θέματός του που δεν είναι άλλο από τους ανθρώπους που πέφτουν στη φωτιά από ύψη που προκαλούν ίλιγγο, μόνο και μόνο για να έχουν οι σκηνοθέτες δυο πλάνα, προς εντυπωσιασμό του κοινού.

Και όλα αυτά χωρίς να χάνει η ταινία το χιούμορ της ή να ξεπέφτει σε χοντράδες ή εξυπνάδες, που θα ευχαριστήσουν τα ταπεινά ένστικτα του κοινού μίας υπερπαραγωγής, αλλά αντιμετωπίζοντας τους ταπεινούς εργάτες της βιομηχανίας του θεάματος, όπως τους αρμόζει, ως απαραίτητους για να βγει το τελικό αποτέλεσμα.

Ο Ράιαν Γκόσλινγκ, ως νέος καθιερωμένος ποπ σταρ, θα βάλει όλο το κέφι του και τη γοητεία του σε πλήρη εφαρμογή, μεταδίδει όλη την αγάπη του προς τους κασκαντέρ, ενώ αποκτά και την πρέπουσα χημεία με την Έμιλι Μπλαντ, η οποία βάζει τη γυναικεία πινελιά και τον ρομαντισμό.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Έχοντας επιβιώσει από ένα ατύχημα που παραλίγο να του κοστίσει την καριέρα του, ένας κασκαντέρ πρέπει να εντοπίσει έναν αγνοούμενο κινηματογραφικό αστέρα, να λύσει μία σκοτεινή υπόθεση συνωμοσίας και να κερδίσει ξανά τον έρωτα της ζωής του.

Στον Ιστό του Τρόμου

(“Infested”) Ταινία τρόμου, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Σεμπαστιάν Βανιτσέκ, με τους Τεό Κρίστιν, Σοφία Λεσάφρ, Ζερόμ Νιλ, Λίζα Νιαρκό, Φίνεγκαν Όλντφιλντ κα.

Οι ταινίες τρόμου είναι το πιο δημοφιλές κινηματογραφικό είδος, ίσως μαζί με τα παιδικά animation, καθώς η παραγωγή τους, πολλές φορές ιδιαιτέρως οικονομική, μπορεί να φέρει εύκολο κέρδος, με δεδομένο ότι υπάρχει ένα φανατικό ευρύ κοινό που δύσκολα χάνει ταινία. Οι περισσότερες είναι του σωρού, ενώ ελάχιστες είναι αυτές που πραγματικά αξίζουν και μπορούν να σταθούν και στο κοινό που δεν ελκύεται από τον τρόμο.

Η ταινία του πρωτοεμφανιζόμενου νεαρού σκηνοθέτη Σεμπαστιάν Βανιτσέκ, μία αραχνοφοβία αλά γαλλικά, βρίσκεται σίγουρα μακριά από τις πρώτες κι έχει το ενδιαφέρον της. Ο Βανιτσέκ, ωστόσο, παρότι δείχνει ότι έχει την κινηματογραφική ματιά, το ταλέντο και την όρεξη, πρέπει να διανύσει αρκετή απόσταση ακόμη για να ενταχθεί στους ολοκληρωμένους σκηνοθέτες, που η υπογραφή του θα είναι αρκετή για να σπεύσουμε.

Ο Βανιτσέκ, στήνει ένα κλειστοφοβικό και σκοτεινό φιλμ τρόμου, εγκλωβίζοντας τους χαρακτήρες της ιστορίας του στον ιστό της αράχνης και ταυτόχρονα επιχειρεί να αναδείξει τον αλληγορικό χαρακτήρα της ταινίας του, για την ξενοφοβία στη Γαλλία, την μη αποδοχή των αραβόφωνων και γενικότερα τη δεύτερη γενιά μεταναστών, όπως και ένα κοινωνικό σχόλιο για τα τεράστια τσιμεντένια συγκροτήματα κατοικιών στα υποβαθμισμένα προάστια του Παρισιού, όπου πλέον η εγκληματικότητα συναντά το περιθώριο και μια γενιά που είναι έτοιμη να εκραγεί.

Το στόρι, τοποθετεί σε μία τεράστια πολυκατοικία στα προάστια του Παρισιού έναν εργατικό νεαρό, τον Κάλεμπ, που πουλά αθλητικά παπούτσια στη μαύρη αγορά κι έχει αδυναμία στα μικρά εξωτικά ζώα και ζωύφια, η συλλογή των οποίων είναι παράνομη. Το τελευταίο του απόκτημα είναι μία αράχνη, που εν αγνοία του, μεταφέρθηκε λαθραία από μια έρημο της Μέσης Ανατολής και είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη για τον άνθρωπο. Η αράχνη θα χρειαστεί μόλις μία στιγμή για να δραπετεύσει και να μετατρέψει ολόκληρο το κτίριο σε μια φριχτή παγίδα θανάτου. Την ίδια ώρα η αστυνομία σφραγίζει το κτίριο, εγκλωβίζοντας τους κατοίκους. Ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν είναι η αναζήτηση ενός σημείου διαφυγής.

Ο Βανιτσέκ δεν πρωτοτυπεί ιδιαίτερα, όμως, βρίσκει έναν αποτελεσματικό βηματισμό, με ρυθμό και σωστή κλιμάκωση της αγωνίας, αποφεύγοντας τις υπερβολικά φρικιαστικές εικόνες και προτείνοντας περισσότερο τις ανατριχίλες που προκαλεί στους περισσότερους η παρουσία των αραχνών και ειδικά σε ένα κλειστοφοβικό σκηνικό. Η μικρή ιστορία για τους πανικόβλητους χαρακτήρες της ταινίας, με τους καυγάδες ανάμεσα στον Κάλεμπ και την αδελφή του και τον καλύτερο φίλο του, δείχνουν μία αυθεντικότητα και μεταφέρουν το κλίμα που επικρατεί στα τσιμεντένια παρισινά γκέτο, ενώ το σασπένς αυξάνεται συνεχώς από τα κομψά και μετρημένα εφέ, τη σκοτεινή διεύθυνση φωτογραφίας και τον ευγενικό χαρακτήρα του πρωταγωνιστή.

Όταν οι αστυνομικές δυνάμεις αποκλείουν το κτίριο και μπλοκάρουν τους ήρωες εντός μίας αραχνοΰφαντης παγίδας θανάτου θα έρθει και το ανεπαίσθητο και ίσως διφορούμενο κοινωνικό σχόλιο για τους μετανάστες στο Παρίσι, ενώ παράλληλα κλιμακώνεται η αγωνία για τη διάσωση των ηρώων.

Οι νεαροί πρωτόβγαλτοι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν είναι ορεξάτοι και μεταφέρουν την απαραίτητη ένταση και το κλίμα ανησυχίας, αν και τελικά οι αράχνες είναι αυτές που κερδίζουν την αναγνώριση και τον τρόμο μας.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Καλέμπ, ένας μοναχικός νεαρός άντρας με αδυναμία στα εξωτικά ζώα, φέρνει στο διαμέρισμα του μια δηλητηριώδη αράχνη που ανήκει σε ένα σπάνιο και πολύ επικίνδυνο είδος. Η αράχνη θα χρειαστεί μόλις μια στιγμή για να δραπετεύσει και να μετατρέψει ολόκληρο το κτίριο σε μια φριχτή παγίδα θανάτου.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Γκάρφιλντ: Γάτος με Πέταλα

(“The Garfield Movie”) Αρκετά διασκεδαστική παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία του έμπειρου και εξειδικευμένου στο animation Μαρκ Ντίταλ («Ο Αυτοκράτορας έχει Κέφια»). Το φιλμ, που βασίζεται στο γνωστό κόμικ με ήρωα τον Γκάρφιλντ, είναι κεφάτο, διαθέτει έξυπνες ατάκες και αρκετή πλάκα, για τον τεμπελάκο και φαταούλα γατούλη.

Μετά από μια αναπάντεχη συνάντηση με τον εξαφανισμένο εδώ και καιρό πατέρα του -έναν απεριποίητο γάτο του δρόμου με το όνομα Βικ-, ο Γκάρφιλντ και ο σκυλοφίλος του, Όντι, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την άνετη ζωή τους στο υπέροχο σπιτικό τους και να ακολουθήσουν τον Βικ σε μια ξεκαρδιστική, ριψοκίνδυνη ληστεία.

Η ταινία, που θα ευχαριστηθεί η πιτσιρίκαρία, αλλά θα ξεσκάσει και τους μεγαλύτερους, προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά, με τις φωνές των Κωνσταντίνου Λάγκου (Γκάρφιλντ), Βασίλη Μήλιου, Κώστα Τερζάκη, Σοφία Τσάκα, Κωνσταντίνου Ρεπάνη, Στεφανία Φιλιάδη κα.

Το Χρώμα του Ροδιού

(“Sayat Nova”) Το αριστούργημα που γύρισε ο φημισμένος σοβιετικός σκηνοθέτης Σεργκέι Παρατζάνοφ το 1968 και που αναστάτωσε κοινό και κριτικούς με τις ποιητικές απίστευτης αρμονίας και σύνθεσης λυρικές εικόνες του. Για 75 αξιομνημόνευτα λεπτά, με σταθερή κάμερα, χωρίς διαλόγους, μαγικές εικόνες – νοηματικά αυτοδύναμες και χωρισμένη σε οχτώ ενότητες, η θρυλική ταινία, που αποκαταστάθηκε το 2014 από τον Μάρτιν Σκορσέζε και την Cineteca di Bologna, αφηγείται τη βιογραφία του Γεωργιανού τροβαδούρου Σαγιάτ Νόβα (1712-1795) από τα παιδικά του χρόνια και την ανακάλυψη του έρωτα, έως την είσοδό του σε μοναστήρι και τον θάνατό του. Κλασική αξία, που αξίζει να ανακαλύψουν και οι νεότεροι σινεφίλ.

 

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Οι πρεμιέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες: Ωδή στους κασκαντέρ, Ράιαν Γκόσλινγκ, αραχνοφοβία και λυρικός Παρατζάνοφ
σχολίασε

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

To Top