Σε μια εποχή όπου οι πολιτικές ταυτότητας και η επίκληση της πίστης εισβάλλουν δυναμικά στον δημόσιο λόγο, το ερευνητικό πρόγραμμα «Populism and Religion in the EU: Normalizing Exclusion?» (POPREU), που υλοποιείται από το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, επιχειρεί να αποδομήσει τη σύνθετη σχέση λαϊκισμού και θρησκείας στην Ευρώπη. Με επιστημονικά υπεύθυνο τον καθηγητή Κωνσταντίνο Παπαστάθη, το διετές πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από το ΕΛΙΔΕΚ, εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι λαϊκιστικές δυνάμεις αξιοποιούν τη θρησκεία -είτε ως πίστη είτε ως πολιτισμικό ανήκειν- για να νομιμοποιήσουν αποκλειστικές πολιτικές, με ιδιαίτερη έμφαση στη ΝΑ Ευρώπη.
Στο πλαίσιο του POPREU, το διεθνές workshop «Religion and Populism(s)» (8-9 Μαΐου 2025, Αμφιθέατρο Κεντρικής Βιβλιοθήκης ΑΠΘ) φέρνει κοντά κορυφαίους ερευνητές από Ελλάδα, Γερμανία, Ιταλία, Αγγλία, Ισραήλ και Τουρκία, για να συζητήσουν ζητήματα, όπως η σχέση λαϊκισμού και θρησκείας, η αντιδυτική ρητορική στην Ορθόδοξη Ανατολή, αλλά και οι έμφυλες και πολιτειακές διαστάσεις του φαινομένου.
«Το εργαστήριο εστιάζει στην αμφίδρομη σχέση θρησκείας-λαϊκισμού: πώς δηλαδή θρησκευτικοί συμβολισμοί χρησιμοποιούνται για να νομιμοποιηθούν πολιτικές, αλλά και πότε οι ίδιες οι θρησκευτικές κοινότητες αντιστέκονται σε τέτοιου τύπου ρητορική», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Κωνσταντίνος Παπαστάθης, σκιαγραφώντας το ερευνητικό ενδιαφέρον πίσω από τη διοργάνωση.
Η συγκυρία, όπως τονίζει, δεν είναι τυχαία: «Εν όψει κλιμάκωσης της ατζέντας των ακροδεξιών (και όχι μόνο) κομμάτων, της παγκόσμιας ανόδου επανανοηματόδοτησης της θρησκείας ως συνόρου εθνικής ταυτότητας και της θρησκευτικής πλαισίωσης πολεμικών συγκρούσεων, η “θρησκευτική στροφή” πολλών λαϊκιστικών δυνάμεων καθορίζει το πολιτικό γίγνεσθαι σε Ευρώπη, ΗΠΑ, Μέση Ανατολή, Λατινική Αμερική».
Όταν ο «λαός» γίνεται ιερός
Αλλά τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «θρησκευτικός λαϊκισμός» και πώς ερμηνεύεται η αφήγηση αυτή, που αναγορεύει τον λαό σε θεϊκό υποκείμενο – «vox populi, vox Dei» – και επενδύει σε χαρισματικούς ηγέτες με …προφητικό κύρος;
«Οι θρησκευτικοί συμβολισμοί και τα θεολογικά θραύσματα χρησιμοποιούνται για να καθορίσουν πολιτισμικά σύνορα, να οξύνουν τις πολώσεις και ένα αντι-ελιτισμό με ηθικολογική χροιά, και να αποθεώσουν έναν χαρισματικό ηγέτη, επενδύοντας τον με το μανδύα του “ προφήτη”. Βεβαία, η σχέση θρησκείας και λαϊκισμού δεν είναι ούτε σταθερή, ούτε συμμετρική. Δεν μπορούμε να μιλάμε για μια “ αγαστή συνεργασία”», επισημαίνει ο καθηγητής.
Ωστόσο, σπεύδει να ξεκαθαρίσει πως η σχέση αυτή δεν είναι στατική: «Άλλοτε η θρησκεία λειτουργεί ως εργαλείο ενίσχυσης των λαϊκιστικών αφηγημάτων, άλλοτε τα υπονομεύει. Και αυτό ακριβώς κάνει την έννοια απαιτητική, χρήσιμη αλλά επισφαλή αν δεν προσεγγιστεί με ακρίβεια. Άλλοτε η θρησκεία ενισχύει λαϊκιστικά αφηγήματα, άλλοτε γίνεται εργαλείο ταυτοτικής πολιτικής, κι άλλοτε αντιστέκεται σε αυτά. Αυτή η ρευστότητα καθιστά τον όρο χρήσιμο μεν, απαιτητικό δε, καθώς κινδυνεύει να λειτουργήσει είτε ως υπεργενίκευση, είτε ως υπεραπλουστευτικό στερεότυπο, αν δεν προσεγγιστεί με μεθοδολογική ακρίβεια και ευαισθησία στο εκάστοτε συγκείμενο».
Πίστη: εργαλείο ενίσχυσης ή ανάχωμα του λαϊκισμού;
Η έρευνα του POPREU φέρνει στο φως παραδείγματα που καταδεικνύουν τον διττό ρόλο της θρησκείας: «Αυτό που εξ αρχής μας ενδιέφερε σαν ερευνητική ομάδα και αποτέλεσε πρόκληση για εμάς είναι ο διττός ρόλος που μπορεί να έχει η θρησκεία. Αφενός, μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης, αφετέρου ως φρένο, για τα λαϊκιστικά κινήματα, ανάλογα, πάντοτε, με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο», εξηγεί ο Παπαστάθης.
«Στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη», συνεχίζει, «ο χριστιανισμός χρησιμοποιείται κυρίως ως πολιτισμικό σύνορο: μετατρέπεται σε “ ταυτότητα” που αντιπαρατίθεται στο “ ισλαμικό άλλο”, ενισχύοντας πολιτικές αποκλεισμού. Αυτή η πολιτισμική εργαλειοποίηση διευκολύνει τη συσπείρωση, αλλά συχνά έρχεται σε ρήξη με επίσημες εκκλησιαστικές στάσεις».
Στην ανατολική Ευρώπη, αντίθετα, η σχέση κράτους και θρησκείας είναι συχνά οργανικά δεμένη (όπως στη Ρωσία, την Πολωνία ή τη Σερβία), προσφέροντας στα λαϊκιστικά καθεστώτα ισχυρό ιδεολογικό υπόβαθρο και τελετουργική νομιμοποίηση, τονίζει ο καθηγητής.
Πέρα από την Ευρώπη, η εικόνα γίνεται ακόμα πιο σύνθετη: «Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η θρησκεία υπήρξε καθοριστική για την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά ορισμένα ευαγγελικά ρεύματα αποστασιοποιήθηκαν, όταν έπειτα θεώρησαν ότι η ηγεσία του αντιβαίνει τις αξίες τους. Επομένως, η θρησκεία δεν λειτουργεί μονοσήμαντα: άλλοτε ενισχύει τη λαϊκιστική δυναμική, άλλοτε της βάζει όρια, ανάλογα με τη θεσμική της αυτονομία, το περιεχόμενο της πίστης και τις κοινωνικές προσδοκίες που τη διαμορφώνουν».
Η διεθνής εμπειρία κατακλύζεται από παραδείγματα: «Από το “ Ο Θεός πάνω απ’ όλους” στην Βραζιλία του Μπολσονάρο, στο “Έθνος των Πιστών” του Ερντογάν, από τις εικόνες που κάνουν τον γύρο του διαδικτύου με τον Ιταλό Ματέο Σαλβίνι να κρατάει επιδεικτικά ένα κομποσκοίνι σε προεκλογικές εμφανίσεις, στην αντί-ΛΟΑΤΚΙ+ ατζέντα εντός ενός αφηγήματος “ χριστιανικού εθνοκράτους” του κόμματος Fidesz στην Ουγγαρία και του PiS στην Πολωνία, η (ρητορική και συμβολική) χρήση της θρησκείας από λαϊκιστικά κόμματα και ηγέτες αποτελεί πλέον σταθερό μοτίβο», υπογραμμίζει ο καθηγητής.
Η θρησκεία εδώ δεν χρησιμοποιείται απλώς ως σύμβολο πίστης, αλλά ως όριο του ανήκειν: μια ιερή ρητορική περιχαράκωσης.
Έρευνα με κοινωνική ευθύνη
Ποιος όμως, είναι ο ρόλος της ακαδημαϊκής έρευνας σε αυτό το τοπίο; Ο Παπαστάθης είναι σαφής: «Η ακαδημαϊκή έρευνα δεν είναι απλώς ένας “ θεατής αφηγημάτων”. Είναι ένας από τους θεσμούς που ενεργά μπορεί να αποδομήσει τη “ θεατρικότητά” τους, χωρίς να καταρρίψει την πίστη. Σε έναν δημόσιο λόγο όπου ο λαϊκισμός αγιοποιεί τον “ λαό” και δαιμονοποιεί τους “άλλους”, η έρευνα λειτουργεί σαν κριτική λειτουργία της συνείδησης: εντοπίζει πού τελειώνει η πνευματικότητα και πού αρχίζει η πολιτική εργαλειοποίηση».
«Μέσα από διαθεματικές μεθόδους, συγκριτικές αναλύσεις και συστηματική εννοιολογική αποσαφήνιση, μπορεί να διαχωρίσει την πίστη από το προπαγανδιστικό περιτύλιγμα, να εντοπίσει τα σημεία διάχυσης του θρησκευτικού συμβολισμού στον λαϊκιστικό λόγο και να προσφέρει στους δημοκρατικούς δρώντες γλωσσικά και συμβολικά “ αντισώματα”. Αλλά κυρίως: η έρευνα δεν αρκείται στο να καταγγέλλει· προσφέρει εναλλακτικά αφηγήματα, θεμελιωμένα σε πλουραλιστικές παραδόσεις πίστης, που μπορούν να λειτουργήσουν όχι ως εμπόδιο, αλλά ως εφαλτήριο κοινωνικής ένταξης, ηθικής αυτογνωσίας και ανθεκτικής δημοκρατίας».
Μελετώντας έναν …κινούμενο στόχο
Όπως εξηγεί ο καθηγητής, οι προκλήσεις είναι πολλές καθώς η ίδια η έννοια της θρησκείας δεν είναι στατική ούτε ενιαία. «Σε έναν κόσμο όπου τα περισσότερα κοινωνικά πεδία είναι de facto πολυπολιτισμικά και πλουραλιστικά, είτε πρόκειται για πόλεις, κράτη ή και ψηφιακά δίκτυα, η μελέτη της σχέσης θρησκείας και λαϊκισμού θυμίζει προσπάθεια να λύσεις έναν γρίφο με κινούμενα κομμάτια. Οι προκλήσεις είναι πολλαπλές, διαρκώς μεταβαλλόμενες και συχνά παραπλανητικές», τονίζει.
«Πρώτον», σημειώνει, «η ίδια η θρησκεία δεν λέει ποτέ μία και μόνο ιστορία: οι έννοιες του “Χριστιανισμού”, του “Ισλάμ” ή του “Ινδουισμού” εμπεριέχουν θεολογικές, εθνοτικές, ταξικές και γεωπολιτικές διαφοροποιήσεις που δεν επιτρέπουν εύκολες γενικεύσεις. Πώς να μελετήσεις τη χρήση της θρησκείας από έναν λαϊκιστή, όταν αυτή η “ θρησκεία” αλλάζει πρόσωπο ανάλογα με το ακροατήριο; Δεύτερον, σε πλουραλιστικά περιβάλλοντα, ο ίδιος ο “ λαός” δεν είναι ποτέ ένας. Ποιον “ λαό” επικαλείται εν τέλει, ο θρησκευτικός λαϊκισμός; Η μανιχαϊκή ρητορική του λαϊκισμού ίσως και να συντρίβεται μπροστά στην πολυφωνία της πραγματικότητας, κι όμως επιμένει να κατασκευάζει ένα ενιαίο “ εμείς”».
Ακόμα πιο δύσκολη είναι η διαχείριση των διαφορετικών προσεγγίσεων στην ίδια θρησκευτική παράδοση. Οι συμβολισμοί και τα μηνύματα διαμορφώνονται μέσα από πολιτισμικά φίλτρα, γεγονός που καθιστά τη μελέτη ακόμα πιο απαιτητική. «Τρίτον, οι κώδικες της θρησκείας και του λαϊκισμού μεταφράζονται διαφορετικά σε κάθε πολιτισμικό πρίσμα. Αυτό που στην Ευρώπη εμφανίζεται ως “ χριστιανικός πολιτισμός”, στην Ινδία γίνεται “ Hindutva”, και στο Ιράν “ θεολογικοποιημένος επαναστατισμός”. Ο ερευνητής καλείται να διαβάσει αφηγήματα που μοιάζουν ίδια, αλλά σημαίνουν κάτι ριζικά διαφορετικό. Τέλος, η μεγαλύτερη πρόκληση ίσως είναι η εξής: όταν τα ίδια τα πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα γίνονται στόχος, όταν η θρησκεία εργαλειοποιείται για να απονομιμοποιήσει τον πλουραλισμό και να επαναφέρει μονολιθικές ταυτότητες. Η έρευνα τότε κινδυνεύει, όχι μόνο να παρανοήσει τα φαινόμενα, αλλά και να εργαλειοποιηθεί η ίδια, είτε ως επιβεβαίωση είτε ως αποδιοπομπαίος τράγος. Εν ολίγοις, σε μια παγκόσμια συνθήκη που μοιάζει όλο και περισσότερο με πολυγλωσσική “ Βαβέλ” με αόρατους τοίχους, η μελέτη του θρησκευτικού λαϊκισμού απαιτεί όχι απλώς μεθοδολογική ευστροφία, αλλά πολιτισμική ενσυναίσθηση, διακειμενική εγρήγορση και μια γερή δόση πνευματικής ταπεινότητας».
Η θρησκεία ως σκηνικό για τον λαϊκιστικό λόγο
Οι διαφορές ανάμεσα στους θρησκευτικά φορτισμένους λαϊκισμούς δεν είναι μόνο γεωγραφικές ή θεολογικές. Είναι, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Παπαστάθης, δραματουργικές. «Κάθε θρησκευτικό σύστημα δίνει στον λαϊκιστή ένα διαφορετικό “ σκηνικό” για να ανεβάσει την παράστασή του, με άλλους ρόλους, άλλα σύμβολα και άλλο κοινό. Ο χριστιανοκεντρικός λαϊκισμός, ειδικά στην Ευρώπη, συχνά δεν χρειάζεται να πείσει κανέναν ότι “ πιστεύει”. Αντίθετα, λειτουργεί με βάση την πολιτισμική οικειότητα: δεν είναι θρησκεία, είναι “ ο τρόπος μας”, “ οι αξίες μας”, “ τα Χριστούγεννά μας”, που κινδυνεύουμε να τα χάσουμε από την εισβολή αλλόθρησκων στοιχείων. Ακόμα κι αν κανείς δεν πηγαίνει εκκλησία, είναι μια εκκοσμικευμένη ιερότητα, χρήσιμη για να χτιστούν τείχη», τονίζει ο Παπαστάθης.
«Ο ισλαμικός λαϊκισμός, όπως στην Τουρκία, το Ιράν ή το Πακιστάν, κινητοποιείται μέσω πιο συγκεχυμένων ορίων μεταξύ πίστης, πολιτικής και ιστορίας», σημειώνει και παρατηρεί: «Εκεί η ρητορική δεν είναι “πολιτισμική”, αλλά εσχατολογική: ο ηγέτης δεν υπερασπίζεται απλώς τα ιερά, αλλά γίνεται εργαλείο της θείας βούλησης. Ο λαϊκισμός συχνά συγχωνεύεται με την έννοια της Ummah, της παγκόσμιας κοινότητας των πιστών, προσδίδοντας διακρατική εμβέλεια σε εθνικές ατζέντες. Στο πλαίσιο του ινδουιστικού λαϊκισμού, έχουμε ένα άλλο υβρίδιο: μια πλειοψηφική ταυτότητα που εμφανίζεται ως θύμα μειονοτήτων. Εδώ η θρησκεία δεν λειτουργεί μόνο ως θεμέλιο του έθνους, αλλά ως κωδικός για ιστορική εκδίκηση. Ακόμα και σε παραδείγματα από τον Βουδισμό, στη Σρι Λάνκα ή το Μιανμάρ, βλέπουμε ρητορική όπου η θρησκεία μετατρέπεται από μήνυμα ειρήνης σε μηχανισμό πολιορκίας, με τον “ καθαρό λαό” να κινδυνεύει από μουσουλμανικές μειονότητες. Άρα, οι διαφορές δεν είναι απλώς “ ποια θρησκεία”, αλλά ποια ιστορική μνήμη, ποια πλειοψηφία ή μειονότητα, ποια έννοια του Ιερού επιστρατεύεται και με τι στοχοθεσία. Το θρησκευτικό υπόστρωμα λειτουργεί σαν παλέτα· ο λαϊκισμός είναι ο ζωγράφος που επιλέγει χρώματα ανάλογα με το κοινό, την κρίση και τη φιλοδοξία του».
Μετά το workshop: Στρατηγική εμβάθυνσης και διάχυσης
Το ερευνητικό πρόγραμμα POPREU δεν ολοκληρώνει, αλλά μεταμορφώνει την πορεία του με το διεθνές workshop ως κομβικό σημείο. Από εδώ και πέρα, ο στόχος είναι διπλός: η επιστημονική εμβάθυνση και η εξωστρεφής διάχυση. Μέσα από συνεργασίες και μελέτες περίπτωσης, η έρευνα του προγράμματος αναμένεται να συνεισφέρει σημαντικά στη συζήτηση για την πολιτική θρησκεία και τη δημοκρατία.
«Σε όλη αυτήν την πορεία, δεν μπορούμε παρά να ευχαριστήσουμε το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), που μέσω του Εθνικού Σχεδίου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0), σε συγχρηματοδότηση με την Ευρωπαϊκή Ένωση (NextGenerationEU) μας έδωσε αυτήν την ευκαιρία, αλλά και το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών και τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για την συνεχή υποστήριξη τους στο έργο μας» καταλήγει ο καθηγητής.
