Ο προγραμματισμός των ταινιών της εβδομάδας εξελίσσεται πλέον σε μανιέρα, καθώς για μια ακόμη φορά φεστιβαλικές δημιουργίες κολλάνε με τον τρόμο, το θρίλερ και τα animation. Και όλα αυτά σε έναν υπερπληθωρισμό τίτλων, αφού ακόμη δέκα ταινίες έρχονται να προστεθούν αυτή την εβδομάδα στα σινεμά της χώρας. Ξεχωρίζουν τα δράματα «Black Dog» από την Κίνα και το «Πέρασμα» του Λεβάν Ακίν, ενώ προβάλλεται και η πολυσυζητημένη ταινία τρόμου «The Substance: Το Ελιξήριο της Νιότης», με την Ντέμι Μουρ.
Black Dog
(“Gouzhen”) Δραματική ταινία, κινέζικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Γκουάν Χου, με τους Έντι Πενγκ, Ζιά Τσανγκέ, Τονγκ Λία, Τσανγκ Γι, Γουανγκ Χονγκ κα.
Δεν είναι φυσικά ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία ταινία που ένα σκυλί θα λειτουργήσει λυτρωτικά για μια ταινία. Αυτή είναι όμως και η μοναδική σύμβαση του Κινέζου σκηνοθέτη Γκουάν Χου, σε αυτό το δράμα – σχόλιο για την ταχύτητα με την οποία αλλάζει η αχανής χώρα και αλλοιώνεται η φύση της, σε αυτό το ατέρμονο κυνήγι ανταγωνιστικότητας με τη Δύση, το παράδοξο συνταίριασμα κομμουνισμού και καπιταλισμού κι ενός λαού που τρέχει να προλάβει, χωρίς να συναισθάνεται πού οδηγούν όλα αυτά.
Η βραβευμένη ταινία στο Τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα, στις Κάννες, διαθέτει πλήθος υπέροχων ανοικτών πλάνων, με τη χρήση του κάδρου 16:9 και με τον σκηνοθέτη να αξιοποιεί στο μέγιστο βαθμό το εντυπωσιακό τοπίο, την άγρια φύση της ερήμου Κόμπι και μέσα σε αυτό το δυστοπικό σκηνικό θα ενώσει δυο μοναχικές ψυχές, ενός αδέσποτου σκύλου κι ενός λαθραίου νεαρού άνδρα, στην ίδια του την πατρίδα, σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας και απελπισμένης ανεύρεσης συντροφικότητας.
Στο αχανές τοπίο της ερήμου Κόμπι κι ενώ ο άνεμος σφυρά, ένα λεωφορείο ξαφνικά ανατρέπεται από τον δρόμο του, όταν μία αγέλη άγριων σκύλων διασταυρώνεται με αυτό. Οι επιβάτες του λεωφορείου βγαίνουν σώοι και αβλαβείς και ανάμεσά τους ένας μόλις αποφυλακισμένος με αναστολή, που επιστρέφει στην πόλη απ’ όπου κατάγεται. Προορισμός του μία μικρή επαρχιακή πόλη στις εσχατιές της βόρειας Κίνας, γεμάτη από αδέσποτους σκύλους, εγκαταλελειμμένους από τους κατοίκους που έφυγαν, αφήνοντας πίσω τους ελάχιστους συμπατριώτες τους. Ο χώρος δείχνει ρημαγμένος, σπίτια υπό κατάρρευση, οικοδομικά συγκροτήματα υπό κατεδάφιση, καθώς υπάρχουν σχέδια ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τους επερχόμενους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008 στο Πεκίνο. Υπάρχει, όμως, κι ένας μαύρος σκύλος, που θεωρείται απειλή για τους εναπομείναντες κατοίκους. Ένας σκύλος επικηρυγμένος…
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Χου τοποθετεί την ιστορία του λίγες ημέρες πριν την Ολυμπιάδα του 2008, όταν η Κίνα ζούσε το δικό της όνειρο και ήθελε να αναδείξει το μεγαλείο μίας υπερδύναμης. Και όπως συμβαίνει με τις υπερδυνάμεις, πίσω από τη βιτρίνα, βρίσκεται πάντα η πραγματικότητα, η εγκατάλειψη, τα συντρίμμια ψυχών και άψυχων, που φωτίζονται ιδανικά, με γκρίζες αποχρώσεις, όπως και ο χαρακτήρας του μοναχικού και λιγομίλητου ήρωα της ταινίας, που νιώθει αδέσποτος και αυτός με τη σειρά του, εκεί που κάποτε ήταν το «χρυσό αγόρι» της τοπικής κοινωνίας, ένας ροκ σταρ.
Ο Χου παρακολουθεί από απόσταση τον απελπισμένο ήρωά του, αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς ακόμη και στη σχέση που αναπτύσσει με τον ωραιότατο μαύρο σκύλο, με τον οποίο απελευθερώνει τα αισθήματά του.
Αισθήματα που αντανακλώνται από τα αδέσποτα και συμβολίζουν, μέσα από τη δραματική πλοκή της ταινίας, την αίσθηση ενός ανυπότακτου πνεύματος που βρίσκεται σε καταδίωξη, από τον άκρατο ανταγωνισμό κρατών και ανθρώπων. Ίσως γι’ αυτό ο ταλαντούχος σκηνοθέτης επιλέγει να απομακρυνθεί από τη ρεαλιστική προσέγγιση των εικόνων του, προσδίδοντας μία πολύ ευρύτερη διάσταση για μία χώρα, έναν τόπο και τους κατοίκους του. Ή μπορεί και για πολλές χώρες, τους τόπους τους και τους κατοίκους τους…
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένας άντρας που μόλις βγήκε από τη φυλακή επιστρέφει στη γενέτειρά του, μια μεθοριακή κωμόπολη στην κινεζική έρημο Γκόμπι. Η πόλη του αργοπεθαίνει, οι κάτοικοί της την εγκαταλείπουν κι ένας ολόκληρος παλιός κόσμος καταρρέει μπροστά στις απαιτήσεις μιας χώρας σε ταχεία τεχνολογική και αναπτυξιακή τροχιά. Καθώς, ο ίδιος, προσπαθεί μάταια να συμβαδίσει με τη νέα πραγματικότητα, ένας σκύλος γίνεται ξαφνικά ο επιστήθιος φίλος του.
The Substance: Το Ελιξήριο της Νιότης
(“The Substance”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης και βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Κοραλί Φαρζά, με τους Ντέμι Μουρ, Ντένις Κουέιντ, Μάργκαρετ Κουάλεϊ, Χιούγκο Ντιέγκο Γκαρσία κα.
Και μόνο μια ματιά στην υπόθεση, είναι αρκετό για να καταλάβει κάποιος ότι έχουμε και πάλι μία ταινία για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και ειδικότερα στη βιομηχανία του θεάματος και τον περιβόητο ηλικιακό ρατσισμό, ειδικά όταν πρωταγωνιστεί η Ντέμι Μουρ, που νομίζαμε ότι έχει εγκαταλείψει την ηθοποιία και μάλιστα για τους λόγους τους οποίους πραγματεύεται η ταινία.
Ωστόσο, η ταινία της Κοραλί Φαρζά, που κέρδισε το βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ των Καννών, δεν προσεγγίζει το φεμινιστικό της δράμα με μία κοινωνική ματιά, αλλά μπαίνει στον κινηματογραφικό τρόμο, σοκάροντας με τις εικόνες της, ακόμη και το εξοικειωμένο κοινό, από τη σωρεία κινηματογραφικών αναφορών, που ξεκινούν από το ιταλικό giallo και τους Ντέιβιντ Λιντς και Ντε Παλμα και φτάνουν στον πρώιμο Κρόνεμπεργκ ή ακόμη και στον Ρόμπερτ Ζεμέκις και το «Ο Θάνατος σου Πάει Πολύ».
Η Ελίζαμπεθ Σπαρκλ, μία κάποτε βραβευμένη ηθοποιός, με αστέρι στη Hollywood Boulevard και τώρα γυμνάστρια ενός πρωινού τηλεοπτικού σόου (η παραπομπή στην Τζέιν Φόντα βγάζει μάτι) θα βρεθεί απολυμένη, λόγω ηλικίας, από τον γλοιώδη διευθυντή του καναλιού. Μυστηριωδώς, θα ανακαλύψει μία ουσία που υπόσχεται να βγάλει από μέσα της τον καλύτερο εαυτό της και θα τη δοκιμάσει πάνω της, βγάζοντας από το σώμα της έναν νεότερο, ομορφότερο και σφριγηλό κλώνο της. Όμως, η συνταγή της νεότητας θα στραβώσει επικίνδυνα με τραγικές συνέπειες, καθώς ο κλώνος μεθυσμένος από τα νιάτα και τη δημοσιότητα, θα αρχίσει να κλέβει τον χρόνο της Ελίζαμπεθ.
Αν εξαιρέσουμε το αξιοσημείωτο ενδιαφέρον που προκαλεί το στόρι στην αρχή και η παρατήρηση ότι η ανδροκρατία πάντα θα βρίσκει τρόπο να στρέφει τη μία γυναίκα εναντίον της άλλης, η ταινία πολύ γρήγορα αρχίζει να χάνει στροφές και η αφήγηση να πατά σε γνώριμες συνταγές. Ακόμη και το επιχείρημα της σκηνοθέτιδας, ότι «το αντρικό βλέμμα είναι μία παγίδα από την κόλαση», αυτό επαναλαμβάνεται μονότονα με μία απλοϊκότητα που φτάνει στα όρια της παρωδίας.
Επιπλέον, μέσα στα 140 λεπτά της υπερβολικής διάρκειας του φιλμ, δεν βρίσκει χρόνο να μας γνωρίσει καλύτερα την ηρωίδα της, να μας φέρει κοντά στο σύμπαν του θεάματος και της αγριότητάς του, αλλά αρκείται στα υποτυπώδη και βεβαίως, στις πολλές γυμνές σκηνές της Μουρ και της Κουάλεϊ και τις υπερβολικές δόσεις του σωματικού τρόμου, που κορυφώνονται σε ένα αποκρουστικό και οργιαστικό κρεσέντο στο φινάλε.
Η Ντέμι Μουρ, δεν έγινε ξαφνικά καλή ηθοποιός, αλλά η αφοσίωσή της στον χαρακτήρα, που δεν απέχει πολύ από τον εαυτό της, είναι άξια σεβασμού, όπως και η τόλμη της να γυρίσει αρκετές γυμνές σκηνές, έχοντας να αντιμετωπίσει την ταλαντούχα και γεμάτη σφρίγος και ομορφιά Μάργκαρετ Κουάλεϊ. Εντελώς λάθος, η προσέγγιση του χαρακτήρα του διευθυντή του καναλιού, που υποδύεται ο Ντένις Κουέιντ, καθώς είναι τόσο αποκρουστικά γλοιώδης, που δεν μπορείς να τον πάρεις στα σοβαρά, αν και δεν αποκλείεται κάτι τέτοιοι τύποι να κάνουν κουμάντο στα αμερικάνικα κανάλια.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ξεπεσμένη, οσκαρούχος σταρ που εργάζεται ως παρουσιάστρια τηλεοπτικού σόου γυμναστικής πέφτει από τα σύννεφα όταν το κανάλι την απολύει για να την αντικαταστήσει με μια νεότερη παρουσιάστρια. Θα καταφύγει σε μια μυστηριώδη ουσία που υπόσχεται να βγάλει κυριολεκτικά από μέσα της τον καλύτερο, νεότερο και ομορφότερο εαυτό της. Όχι όμως, δίχως τίμημα.
Πέρασμα
(“Crossing”) Δραματική ταινία, σουηδικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Λεβάν Ακίν, με τους Μζία Αραμπούλι, Λούκας Κανκάβα, Ντενίζ Ντουμανλί κα.
Η τελευταία ταινία του Λεβάν Ακίν, του αξιοπρόσεκτου «Και Μετά Χορέψαμε», διατηρεί και πάλι τα στάνταρ μίας ολοκληρωμένης δουλειάς, που ξεχωρίζει για την υπέροχη ταπετσαρία χαρακτήρων της και την αφηγηματική της αποτελεσματικότητα. Περισσότερο, όμως, είναι ένα δράμα περιπλάνησης, που παρατηρεί έναν πολύχρωμο και πολυσύνθετο κόσμο, με εγκαρδιότητα και κατανόηση περισσής ανθρωπιάς.
Ο Σουηδός, Γεωργιανής καταγωγής σκηνοθέτης, φτιάχνει αριστοτεχνικά και ένα παζλ πολιτισμών, που συνωστίζονται στην Κωνσταντινούπολη, «ένα μέρος όπου οι άνθρωποι έρχονται για να εξαφανιστούν» και να ξεφύγουν από την καταδίωξη για τη διαφορετικότητά τους.
Μια συνταξιούχος ηλικιωμένη γυναίκα, που στο πρόσωπό της είναι χαραγμένες οι δυσκολίες της ζωής, θα περάσει στην Κωνσταντινούπολη από το Μπατούμι, όπου ήταν το σπίτι της. Ο λόγος είναι η υπόσχεση που είχε δώσει στη νεκρή πλέον αδελφή της, να βρει το παιδί της στην Τουρκία. Ένας, κακοποιημένος από τον αδελφό του, νεαρός, που λέει ότι γνωρίζει την ανιψιά της, για να ταξιδέψει στην Τουρκία, θα προσκολληθεί μαζί της και το οδοιπορικό τους θα ξεκινήσει σε φτωχογειτονιές της Κωνσταντινούπολης, όπου θα αναζητήσουν την ανιψιά της, μία ενήλικη πλέον τρανς.
Η βαθιά ανθρώπινη ματιά του Ακίν και η αφοπλιστικά φυσική ερμηνεία της πρωτοεμφανιζόμενης Μζία Αραμπούλι θα λειτουργήσουν υπέροχα στην οδύσσεια μίας γυναίκας που έρχεται από τον παλιό κόσμο για να αποδείξει τη συμπόνια της, την αποδοχή και την αδιαμφισβήτητη αγάπη σε έναν περίπλοκο σύγχρονο κόσμο, που την έχει ανάγκη, στην προσπάθειά του να βρει την ταυτότητά του.
Η ταινία, μπορεί να έχει κάποιες ατέλειες, αλλά διαθέτει έξοχα πλάνα, που τρυπώνουν πίσω από παράθυρα, μισόκλειστες πόρτες, σκοτεινές γειτονιές και ταυτόχρονα αναδεικνύουν και την Κωνσταντινούπολη, ως έναν αυτόνομο χαρακτήρα στην ταινία.
Να σημειωθεί ότι στην ταινία, που κέρδισε το βραβείο Πανόραμα στο φεστιβάλ Βερολίνου, εκτός από την πρωταγωνίστρια, το υπόλοιπο καστ απαρτίζεται από ερασιτέχνες ηθοποιούς, που τονώνουν τις ρεαλιστικές εικόνες και δικαιώνουν την τόλμη του Ακίν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια συνταξιούχος δασκάλα από τη Γεωργία, η οποία αποφασίζει να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη αναζητώντας τα ίχνη της από χρόνια χαμένης τρανς ανιψιάς της.
Γραμμή Δισταγμού
(“Hesitation Wound”) Δραματική ταινία, τουρκικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Σελμάν Νατζάρ, με τους Τουλίν Όζεν, Γκιουλτσίν Κουλτούρ Σαχίν, Ογκουλτζάν Αρμάν Ουσλού κα.
Ο νεαρός Τούρκος σκηνοθέτης, Σελμάν Νατζάρ, με τη δεύτερη ταινία του, δείχνει ότι μπορεί να εξελιχθεί σε έναν αξιοπρόσεκτο σκηνοθέτη, κάτι που του αναγνώρισαν και οι άνθρωποι του φεστιβάλ Βενετίας, προσκαλώντας τον να συμμετάσχει στο Τμήμα των Οριζόντων.
Ο Νατζάρ, μέσα από τη φόρμα ενός δικαστικού δράματος, θα φτιάξει μία πολυεπίπεδη προσωπική ταινία, με μελετημένους χαρακτήρες, για να θέσει μια σειρά από ερωτήματα σχετικά με τη δικαιοσύνη, το καθήκον και την προσωπική θυσία, για να επεκτείνει τους προβληματισμούς του και στις εντάσεις που υποβόσκουν στην τουρκική κοινωνία, αλλά και τις αιτίες τους.
Η ιστορία διαδραματίζεται σε μία μικρή τουρκική πόλη, με την νεαρή ποινικολόγο Κανάν, να βρίσκεται διχασμένη ανάμεσα στις προσωπικές και τις επαγγελματικές ευθύνες. Η μητέρα της βρίσκεται σε κώμα και πρέπει να αποφασίσει για το αν θα διακόψει τη μηχανική υποστήριξή της και τη δωρεά των οργάνων της, ενώ έχει αναλάβει την υποστήριξη ενός νεαρού άνδρα κατηγορούμενου για τη δολοφονία του εργοδότη του. Η υπόθεση του Μουσά χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, με αντικρουόμενα στοιχεία που υποδηλώνουν διαφθορά και μια κρυφή αλήθεια, ενώ η Κανάν είναι βέβαιη για την αθωότητά του και πως μόνο αυτή μπορεί να τον σώσει από την καταδίκη.
Το μινιμαλιστικό, σχεδόν ασφυκτικά περιορισμένο σκηνικό της ταινίας και με την αφήγηση να ακολουθεί, με συνέπεια, παρά τις δυσκολίες, τον πραγματικό χρόνο, σε συνδυασμό με τα κοντινά πλάνα στο πρόσωπο της ηρωίδας, θα αποδώσει τη συναισθηματική έντασή της και την ανάδειξη των ηθικών διλημμάτων σχετικά με την προβληματική δικαιοσύνη, το καθήκον και την προσωπική θυσία.
Φανερώνοντας επιδέξια μικροενδείξεις, που θα χρησιμοποιηθούν αργότερα στην πλοκή, ο Νατζάρ θα μας περιπλανήσει και παίζοντας με τις αποχρώσεις θα εντείνει το ενδιαφέρον της ιστορίας του, σκιαγραφώντας σταδιακά το ατομικό πορτρέτο της ηρωίδας του και το συλλογικό για μια κοινωνία, που πρέπει να βρει την ισορροπία της, να συνταιριάξει τις παραδόσεις με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, τις ταξικές αντιθέσεις, τα ήθη, τη θέση της γυναίκας και τη διαφθορά.
Μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ταινία, την οποία στηρίζει καθοριστικά με την ερμηνεία της η πρωταγωνίστρια και καθιερωμένη Τουρκάλα ηθοποιός Τουλίν Οζέν.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια δικηγόρος-εγκληματολόγος, που μοιράζεται τον χρόνο της ανάμεσα στο δικαστήριο την ημέρα και το προσκεφάλι της άρρωστης μητέρας της στο νοσοκομείο το βράδυ, πρέπει να λύσει ένα ηθικό δίλημμα που θα επηρεάσει τη ζωή της μητέρας της, του δικαστή και του ύποπτου για φόνο πελάτη της.
Το Μυστικό στο Κελάρι
(“Cellar Door”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Βον Στάιν, με τους Λόρενς Φίσμπερν, Τζορντάνα Μπρούστερ, Άντισον Τίμλιν, Σκοτ Σπίντμαν κα.
Περισσότερο θρίλερ, παρά ταινία τρόμου, όπως μας συστήνεται, είναι τούτο δω το φιλμάκι του Βον Στάιν, ενός χαμηλών απαιτήσεων σκηνοθέτη («Τερματικός Σταθμός»), που έχει μια έφεση να κοπιάρει καταξιωμένους κινηματογραφιστές της εποχής του.
Χωρίς να το πολυψάξει, θα αρκεστεί στις γνωστές συνταγές του είδους και μια ιστορία κλισέ: νεαρό ζευγάρι αποκτά ανέλπιστα το σπίτι των ονείρων του και βεβαίως θα πρέπει να αντιμετωπίσει τους θανάσιμους κινδύνους που κρύβει το «Μυστικό Κελάρι».
Ένα ζευγάρι αναζητά μια νέα αρχή στα προάστια το Πόρτλαντ και ένας αινιγματικός άντρας θα τους χαρίσει το πολυτελές και τεράστιο σπίτι του, υπό τον όρο να μην ανοίξουν ποτέ την πόρτα του κελαριού. Ο ενθουσιασμός τού ζευγαριού γρήγορα θα μετατραπεί σε ανησυχία και κάθε μέρα που περνά όλο και περισσότερο, συνειδητοποιούν ότι το ειδυλλιακό σπίτι κρύβει σκοτεινά μυστικά. Καθώς αυξάνεται η ένταση και δοκιμάζεται η σχέση τού ζευγαριού, θα πρέπει να αποκαλύψουν την αλήθεια πριν να είναι πολύ αργά.
Το στόρι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως σύνοψη όλων των ταινιών με παρόμοια υπόθεση και χαραμίζουν και δυο καλές και διασκεδαστικές ιδέες που υπάρχουν: Η πρώτη, αφορά τη δύναμη που έχει το απαγορευμένο στη ζωή και την ακατανίκητη περιέργεια του ανθρώπου και η δεύτερη, ότι ένα «σπίτι – κελεπούρι» κρύβει πάντα αναπάντεχα προβλήματα και καλό είναι να ξανασκέφτεσαι ότι δεν είσαι ο μοναδικός έξυπνος και οι άλλοι κορόιδα.
Από κει και πέρα, το φιλμ είναι μία παρέλαση από κλισέ, αν και βλέπεται με κάποιο ενδιαφέρον, ειδικά από τους αθεράπευτους λάτρεις του είδους και ίσως είχε μία καλύτερη τύχη, αν το πρωταγωνιστικό ζευγάρι δεν ήταν τόσο αδιάφορο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ένα ζευγάρι αστών, θα αποκτήσει ανέλπιστα ένα εκπληκτικό σπίτι στα προάστια του Πόρτλαντ, αλλά με τον όρο να μην ανοίξουν ποτέ την πόρτα του κελαριού, όπως τους λέει ο μυστηριώδης ιδιοκτήτης του. Όσο περνούν οι μέρες τόσο περισσότερο αποκαλύπτουν ανησυχητικές αλήθειες και το πραγματικό κόστος του σπιτιού των ονείρων τους, που θα μετατραπούν σε εφιάλτες.
Άζραελ
(“Azrael”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης και εσθονικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ε. Λ. Κατζ, με τους Σαμάρα Γουίβινγκ, Βικ Κάρμεν Σόουν, Νέιθαν Στούαρτ-Τζάρετ κα.
Ακόμη μία ταινία τρόμου, αυτή τη φορά με το «εύρημα» της ανυπαρξίας διαλόγων, καθώς οι χαρακτήρες της ιστορίας έχουν απαρνηθεί την ομιλία και συνεννοούνται όπως τα άγρια ζώα και πουλιά.
Ένα μετα-αποκαλυπτικό θρίλερ, που εξελίσσεται σε horror, αφού προηγουμένως έχει λαχανιάσει με το κυνηγητό της ηρωίδας από κάποιους θρησκόληπτους φανατικούς στα άγρια δάση της Εσθονίας, όπου έχει γυριστεί το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας.
Μία κοπέλα, που επιβιώνει στο δάσος μαζί με τον σύντροφό της, θα αιχμαλωτιστεί από μία αίρεση φανατικών θρησκόληπτων, που εξακολουθούν να έχουν αυτοκίνητα αλά Mad Max και θα την αφήσουν δεμένη σε μία καρέκλα για να γίνει θυσία στα τερατόμορφα δαιμονικά ζόμπι, αλλά με κάποιο τρόπο ξεφεύγει. Απ’ εκεί και πέρα ξεκινά ένα ατελείωτο κυνήγι, σε ένα κύκλο επαναλήψεων, με την ηρωίδα να αιχμαλωτίζεται, να ελευθερώνεται και αυτό το «παιχνίδι» να επαναλαμβάνεται συνεχώς.
Τώρα, γιατί γίνονται όλα αυτά, λίγα μαθαίνουμε από τον σκηνοθέτη Κατζ, ο οποίος δεν μπαίνει στον κόπο – αφού γλυτώνει και τους… διαλόγους – να μας πληροφορήσει γιατί οι άνθρωποι έχουν απαρνηθεί την ομιλία, πώς συνεννοούνται, από πού έρχονται και πο’υ πάνε, αλλά και γιατί οι αντρικοί χαρακτήρες έχουν δευτερεύοντα ρόλο και το απόλυτο κακό αποτυπώνεται σε μία βαριά έγκυο γυναίκα.
Πάντως, οι φανατικοί του είδους, δεν θα βαρεθούν να βλέπουν αποκεφαλισμούς και άλλα φρικώδη, σε μια ταινία που ξεχωρίζει εμφανώς η πρωταγωνίστρια Σαμάρα Γουίβινγκ, με τη φρεσκάδα της και το αθλητικό της παράστημα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Πολλά χρόνια μετά την Αρπαγή των Πιστών, μία θρησκόληπτη αίρεση φανατικών που έχουν απαρνηθεί τον πειρασμό της ομιλίας καταδιώκoυν την Άζραελ, που έχει αποδράσει. Όταν οι ανελέητοι φανατικοί την αιχμαλωτίζουν ξανά, η Άζραελ προορίζεται ως ανθρωποθυσία που θα κατευνάσει ένα αρχαίο κακό ριζωμένο βαθιά στην άγρια φύση.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Μαύρο Καναρίνι
(“Canary Black”) Απ’ τις συνηθισμένες και δίχως τίποτα το καινούργιο δυναμικές χοντροκομμένες περιπέτειες, με μόνη διαφορά ότι τους σκοτωμούς και το ξύλο το μοιράζει μία γυναίκα, η Κέιτ Μπεκινσέιλ και όχι οι συνήθεις ύποπτοι, Λίαμ Νίσον, Τζέισον Στέιθαμ και Άαρον Έκχαρτ.
Σκηνοθετημένο ρουτινιάρικα από τον Πιέρ Μορέλ («Η Αρπαγή»), το φιλμ αρχίζει να χάνει λάδια πολύ γρήγορα, έχοντας ως βαρίδι και το προσχηματικό σενάριο, που θέλει μία πράκτορα της ΣΙΑ, να εκβιάζεται από τρομοκράτες για να επιλέξει στην προδοσία της χώρας της ή τη σωτηρία του απαχθέντα σύζυγού της. Ένα κοκτέιλ αμερικανιάς, με δυο δόσεις δράσης, μία δόση πατριωτισμού και μία πρέζα φεμινισμού – όπως τη βλέπουν τουλάχιστον κάποιοι στο Χόλιγουντ.
Looney Tunes: Ο Πόρκι και ο Ντάφι Σώζουν τη Γη
(“The Day the Earth Blew Up: A Looney Tunes Movie”) Διασκεδαστική παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, φετινής εσοδείας από την Warner Bros, με τους αξιαγάπητους Πόρκι και Ντάφι να θέλουν να σώσουν τη γη από μία μολυσμένη τσίχλα. Η σκηνοθεσία είναι του πρωτόβγαλτου Πίτερ Μπράουνγκαρντ, ενώ η τεχνική που ακολουθείται είναι η παραδοσιακή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το φιλμ στηρίζεται αποκλειστικά στη νοσταλγία, για τους τρισχαριτωμένους ήρωες. Η ταινία προβάλλεται και μεταγλωττισμένη στα ελληνικά.
Όζι: Η Φωνή του Δάσους
(“Ozi: Voice of the Forest”) Παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων, βρετανικής και αμερικάνικης παραγωγής του 2023, με περιβαλλοντικές ανησυχίες και άλλα θετικά απλοϊκά μηνύματα. Το φιλμ, που είναι το πρώτο που σκηνοθετεί ο Τιμ Χάρπερ, έχει ως κεντρικό ήρωα την Όζι, ένα ορφανό ουρακοτάγκο, που θα κάνει ότι μπορεί για να σώσει το δάσος που ζει από την αποψίλωση. Η ταινία προβάλλεται μεταγλωττισμένη στα ελληνικά και ως εκ τούτου δεν ακούμε τον Ντόναλντ Σάδερλαντ, στην τελευταία του κινηματογραφική συμμετοχή πριν πεθάνει, δανείζοντας τη φωνή του σε έναν κροκόδειλο.
Η Μπαλάντα του Ναραγιάμα
(“The Ballad of Narayama”) Επανέκδοση της έξοχης ταινίας (1958) του Κιζούκι Κινοσίτα, βασισμένης σε λαϊκό μύθο, που περνούσε από γενιά σε γενιά μέσω του θεάτρου «καμπούκι». Ο Κινοσίτα, συνδυάζει το παραδοσιακό ιαπωνικό θέατρο με την κινηματογραφική του ματιά και παραδίδει μαθήματα αισθητικής και αξιοποίησης των χρωμάτων, κάτι που επηρέασε πολλούς δυτικούς δημιουργούς, μέχρι και τον μέγα Μάικλ Πάουελ.
Μία παλιά ιαπωνική παράδοση υπαγόρευε στους απλούς ανθρώπους που έχουν φτάσει στα 70 τους χρόνια να μεταφερθούν στην κορυφή του βουνού Ναραγιάμα, για να πεθάνουν εκεί. Σ’ ένα απομακρυσμένο πάμφτωχο ορεινό χωριό, η γηραιά Όριν είναι μια αξιοπρεπής και υπάκουη γυναίκα που περνάει τις τελευταίες μέρες της πριν την ανάβαση στο Ναραγιάμα, εξασφαλίζοντας την ευτυχία στον γιό της. Πρωταγωνιστούν οι Κίνουγιο Τανάκα, Τίτζι Τακάχασι, Γιούκο Μοτσιζούκι.