Κινηματογράφος

Πρεμιέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες: Ντάνιελ Κρεγκ, Τζέραλντ Μπάτλερ, Νίκος Καβουκίδης και η επιστροφή του Πάντινγκτον

Πέντε ταινίες, με το δικό τους ενδιαφέρον, αλλά και με δυνατά ονόματα, κάνουν πρεμιέρα απόψε. Ο Ντάνιελ Κρεγκ πρωταγωνιστεί σε έναν εντελώς διαφορετικό ρόλο στο «Queer» του Λούκα Γκουαντανίνο, ενώ επιστρέφει σε νέες περιπέτειες ο αγαπημένος αρκούδος των παιδιών στο υβριδικό animation «Ο Πάντινγκτον στο Περού». Επίσης, προβάλλονται η δραματική κομεντί «Αληθινός Πόνος» του Τζέσι Άιζεμπεργκ, η αστυνομική περιπέτεια «Η Ληστεία του Αιώνα 2» με τον Τζέραλντ Μπάτλερ και το συγκινητικό ντοκιμαντέρ «Νίκος Καβουκίδης: Η Δύναμη της Εικόνας», για έναν από τους πλέον αγαπημένους και σημαντικότερους εργάτες του ελληνικού σινεμά.

Queer

(“ Queer”) Δραματική ταινία εποχής, αμερικάνικης και ιταλικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Λούκα Γκουαντανίνο, με τους Ντάνιελ Κρεγκ, Ντρου Στάρκι, Τζέισον Σουόρτσμαν, Ομάρ Απόλο, Λέσλι Μάνσβιλ κα.

Στην πιο προσωπική του ταινία, ο Λούκα Γκουαντανίνο, δείχνει πιο ώριμος σκηνοθετικά και πιο τολμηρός από ποτέ. Αρπάζοντας την ευκαιρία να διασκευάσει τη ομώνυμη μυστηριώδη νουβέλα του Ουίλιαμ Μπάροουζ, που έγραψε τη δεκαετία του ‘50 και αποφάσισε να κυκλοφορήσει τριάντα χρόνια μετά (πιθανώς λόγω της προκλητικότητάς της), δίνει την αίσθηση του σκηνοθέτη που βρήκε το στόρι της ζωής του. Ευτυχώς, όμως, γι’ αυτόν και την ταινία του, ο ήρωας της ιστορίας μπορεί να είναι αντανάκλαση του σκηνοθέτη, αλλά περισσότερο είναι ένας βασανισμένος χαρακτήρας, πιστός στο πνεύμα του βιβλίου.

Και αυτό γιατί όταν το βιβλίο δημοσιεύτηκε και λατρεύτηκε από την αντεργκράουντ σκηνή της Νέας Υόρκης, ο Μπάροουζ σε δηλώσεις του είχε πει ότι δεν ένιωθε πως ανήκει στους γκέι λογοτεχνικούς κύκλους ή στην γκέι κοινότητα και πως δεν είχε υπάρξει γκέι ούτε για μια ημέρα στη ζωή του – διαφοροποιώντας τον ορισμό των συχνά συγκεχυμένων εννοιών γκέι και κουίρ.

Άλλωστε, ο Μπάροουζ, μίας περασμένης γενιάς συγγραφέας, δεν έχει αναστολές ούτε ακολουθεί πρότυπα, έχει τον δικό του κόσμο, πλημμυρισμένο από το αγαπημένο του όπιο.

Το μικρό σε όγκο βιβλίο, αλλά ιδιαιτέρως επιδραστικό, που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ότι δεν ταίριαζε στον κινηματογράφο, θα λάβει μία φαντασμαγορική διάσταση από τον επιθετικό Ιταλό σκηνοθέτη, που κατορθώνει να μεταφέρει το ιδιαιτέρως αντισυμβατικό ανυπόταχτο πνεύμα του συγγραφέα, παραδίδοντας μία περιπλάνηση στο ασυνείδητο, ένα ελκυστικό κινηματογραφικό παράδοξο, που γυρίστηκε κυρίως στα μυθικά στούντιο της Τσινετσιτά.

Δύο συμβάντα στη ζωή του Μπάροουζ (η υπόθεση για την εξ αμελείας δολοφονίας της γυναίκας του, αλλά και μια ερωτική απόρριψη) εξηγούν και στην κατανόηση της ταινίας, καθώς ο ήρωάς του Γουίλιαμ Λι (το άλτερ έγκο του Μπάροουζ) μέσα από τις ατελείωτες καταχρήσεις του προσπαθεί να κρύψει τις ενοχές του για το χαμό της γυναίκας του. Περιπλανώμενος στην Πόλη του Μεξικού, στα τέλη της δεκαετίας του ‘40, είναι ο μυστηριώδης ταξιδιώτης με το λευκό λινό κοστούμι και το πιστόλι στη ζώνη, που αναρωτιέται για την ταυτότητά του, ακόμη και όταν ξεφεύγει με τις καταχρήσεις. Νιώθει καταπιεσμένος, όχι απαραίτητα ερωτικά και σαν όχι και τόσο κλασικός τυχοδιώκτης στη Νότια Αμερική, κυνηγά το άπιαστο, να ξεφύγει από τον καθιερωμένο τρόπο ζωής, να ξεγελάσει τον θάνατο. Οι σχέσεις του με τους άλλους Αμερικάνους ομογενείς στο Μέξικο λιγοστές, καθώς τον περισσότερο χρόνο του τον περνά μόνος. Μέχρι που θα συναντήσει σε ένα παρακμιακό μπαρ έναν νέο φοιτητή, που θα του προκαλέσει το ενδιαφέρον, θα αστράψει κάτι στο θολό του μυαλό.

Το φιλμ – χωρισμένο σε κεφάλαια – παρά ταύτα, δεν είναι τα απομνημονεύματα ενός ηδονιστή, ο οποίος πνίγει τη θλίψη του στο ποτό και σε ευκαιριακούς έρωτες, σε μία πόλη καταφύγιο παράνομων και «διαφορετικών», αλλά το ατέλειωτο κυνήγι των απραγματοποίητων ονείρων όπου η σαγήνη της αποπλάνησης δένει αρμονικά με την απόρριψη, τον πόνο των ψευδαισθήσεων.

Ο Γκουαντανίνο, δεν χάνει την ευκαιρία και με την ελευθερία του κειμένου, θα μεταφέρει το στόρι του ως μία εξωτική φαντασίωση, με τα φωτεινά χρώματα της λατινοαμερικάνικης μεγαλούπολης, την ηλεκτρική αίσθηση των μπαρ και των νυχτερινών περιπλανήσεων και τις πολλά υποσχόμενες σιλουέτες, τα ναρκωτικά κι ενός αναχρονιστικού σάουντρακ, που επισημαίνει τη διαχρονικότητα των δαιμόνων του ήρωα, του καταπιεσμένου πάθους, του θαρραλέου πειραματισμού και της ταύτισης.

Η περιπλάνηση του ήρωα με τον φίλο του στη ζούγκλα, σε αναζήτηση ενός μυθικού παραισθησιογόνου φυτού το οποίο υπόσχεται να απελευθερώσει άγνωστες δυνάμεις σε όποιον το δοκιμάσει, θα δώσει στον Γκουαντανίνο τη δυνατότητα να εμπνευστεί ορισμένες ντελιριακές εικόνες, βγαλμένες από τα καλύτερα του κινηματογραφικού υπερεαλισμού, αλλά και να πλησιάσει ακόμη περισσότερο το σύμπαν του Μπάροουζ.

Ωστόσο, το φιλμ, παρότι ο σκηνοθέτης το μόνταρε δυο και τρεις φορές, για να κατεβάσει τη συνολική διάρκειά του στα 135 λεπτά, ορισμένες στιγμές δείχνει να βολοδέρνει χωρίς ιδιαίτερο λόγο, πέρα από τη γνωστή φιγουρατζίδικη διάθεση του Γκουαντανίνο, που, ωστόσο, καταφέρνει να κάνει επιτέλους κάτι ξεχωριστό στην καριέρα του, μια ταινία με ουσία και που πιθανώς να βρεθεί στο κόκκινο χαλί των Όσκαρ.

Ο Ντάνιελ Κρεγκ, πολύ μακριά από τον 007 που τον έκανε διάσημο, θα καταγράψει μία σημαντική πολυδιάστατη ερμηνεία, συλλαμβάνοντας τη μεγαλοπρέπεια ενός ήρωα που ξέρει να κυνηγά, να θριαμβεύει και να ηττάται.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δεκαετία του 1940. Ο Γουίλιαμ Λι, ένας Αμερικανός στην Πόλη του Μεξικού, περνά τις μέρες του σχεδόν εντελώς μόνος, εκτός από μερικές επαφές με άλλα μέλη της μικρής αμερικανικής κοινότητας. Η συνάντησή του με τον Γιουτζίν Άλερτον, έναν νέο φοιτητή στην πόλη, του δείχνει για πρώτη φορά ότι μπορεί τελικά να είναι δυνατόν να δημιουργήσει μια στενή σχέση με κάποιον.

Αληθινός Πόνος

(“A Real Pain”) Δραματική κομεντί, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Τζέσι Άιζεμπεργκ, με τους Κίραν Κάλκιν, Τζέσι Άιζεμπεργκ, Τζένιφερ Γκρέι, Ουίλ Σαρπ, Ελόρα Τόρτσια κα.

Ο αληθινός πόνος μπορεί να είναι και λυτρωτικός, εν αντιθέσει με τους πόνους, τους ψεύτικους που προκαλούν οι καιροί μας, την πεποίθηση ότι αν δεν είσαι ευτυχισμένος ή επιτυχημένος δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης. Και ο Τζέσι Άιζεμπεργκ, ο διάσημος ηθοποιός, στη δεύτερη ταινία που σκηνοθετεί, αποδεικνύει ότι το μοναδικό αντίδοτο στον ανθρώπινο πόνο είναι οι δεσμοί αγάπης με αυτούς που νοιαζόμαστε, τους ανθρώπους που μας συνδέουν με τις ρίζες μας.

Ρίζες που εξερευνά ο Άιζεμπεργκ σε τούτη την τρυφερή δραμεντί, μια ταινία περιπλάνησης, όπου το χιούμορ δένει με τα τραύματα του παρελθόντος, ενώ το πρωταγωνιστικό δίδυμο, των Κάλκιν -Άιζμπεργκ, αναπτύσσει μία έξοχη χημεία, με τους εντελώς διαφορετικούς χαρακτήρες τους αλλά και τη βαθιά αγάπη που τους συνδέει.

Η ανεξάρτητης παραγωγής ταινία, που μεγάλο μέρος της γυρίστηκε στην Πολωνία – τόπο καταγωγής του Άιζεμπεργκ – και στην οποία για πρώτη φορά μπήκαν οι κάμερες σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης χωρίς να είναι ντοκιμαντέρ, έχει διακριθεί σε φεστιβάλ, ενώ ο Κίραν Κάλκιν κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα για την ερμηνεία του.

Πετώντας για την Πολωνία, μετά το θάνατο της γιαγιάς τους, δυο εντελώς αταίριαστα ξαδέλφια πολωνικής και εβραϊκής καταγωγής, κλασικά πλέον αμερικανάκια, βλέπουν το ταξίδι σαν μια ευκαιρία να επανασυνδεθούν και να γνωρίσουν τον τόπο καταγωγής τους. Ακολουθώντας και αυτοί τις διαδεδομένες περιηγήσεις σε πόλεις και χωριά της Ευρώπης, που είχαν μεγάλες κοινότητες εβραϊκού πληθυσμού πριν από το Ολοκαύτωμα, προκειμένου να γνωρίσουν το παρελθόν και να αποτίσουν φόρο τιμής σε όσους χάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, θα νιώσουν την ανάγκη να εξερευνήσουν τις ρίζες τους. Η ξενάγησή τους στο παρελθόν επαναφέρει τις μνήμες και τα τραύματα της οικογένειάς τους, την ταραγμένη ιστορία της και θα αναζωπυρώσει την κωμικοτραγική διαφορά των χαρακτήρων τους.

Ο Άιζεμπεργκ, γράφει και σκηνοθετεί, με μέτρο και οικονομία, μια ευαίσθητη ταινία περιπλάνησης, με αφορμή την επανασύνδεση δυο ξαδέλφων και κολλητών στα νιάτα τους, θίγοντας ανάλαφρα μία σειρά από ζητήματα – από τα τραυματικά γνωρίσματα μίας οικογένειας μέχρι τις φρικαλεότητες των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – ενώ καθοριστικός είναι ο ρόλος των αντίθετων χαρακτήρων των πρωταγωνιστών.

Το φιλμ, μπορεί να μην διαθέτει δραματικές κορυφώσεις ή καταιγιστικές εξελίξεις, αλλά ακόμη και στα απλά και μικρά περιστατικά της περιπλάνησης των πρωταγωνιστών, στους οποίους επικεντρώνεται η κάμερα του σκηνοθέτη, διαθέτει ένα στοχασμό και κυρίως μία συναισθηματική φόρτιση, χωρίς ιδιαίτερους μελοδραματισμούς. Αποφεύγοντας τις σκηνές, που θα έφερναν εισιτήρια ή θα κολάκευαν τους κεντρικούς χαρακτήρες, αλλά και τα κλισέ, ο Άιζεμπεργκ, που έχει γράψει και ένα σφιχτοδεμένο σενάριο, θα εξερευνήσει την εβραϊκή ταυτότητα και ψυχοσύνθεση, αλλά και την ενοχή που νιώθουν όταν γνωρίζουν ότι εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ενώ θα αναδείξει και τι σημαίνει πραγματικό πένθος, τον αληθινό πόνο, που έζησαν οι άνθρωποί τους – ακόμη και αν δεν τους γνώρισαν ποτέ.

Ο Κίραν Κάλκιν, με τον γνωστό υπερκινητικό τρόπο του και την εκφραστικότητά του, θα καταφέρει να παραδώσει μία ξεχωριστή ερμηνεία, ενώ δίπλα του ο Άιζεμπεργκ στέκεται επαρκώς ως ένα νευρωτικό αδέξιο αμερικανάκι που έρχεται κατά μέτωπο με την άγνοια της ιστορίας της οικογένειάς του.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δύο αταίριαστα ξαδέρφια, ο Ντέιβιντ και ο Μπέντζι, ξαναβρίσκονται μετά από χρόνια ώστε να μεταβούν στην Πολωνία μετά τον θάνατο της γιαγιάς τους, ώστε να τιμήσουν τη μνήμη της. Η ξενάγησή τους στο παρελθόν παίρνει εντελώς άλλη τροπή όταν έρχεται στο προσκήνιο η ταραγμένη ιστορία της οικογένειάς τους.

Η Ληστεία του Αιώνα 2

(“ Den of Thieves 2: Pantera”) Αστυνομική περιπέτεια, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Κριστιάν Γκίντεγκαστ, με τους Τζέραρντ Μπάτλερ, Ο’Σι Τζάκσον Τζ., Τζόρνταν Μπρίτζες, Σαλβατόρε Εσπόζιτο κα.

Αν στην πρώτη ταινία του 2018, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Κρίστιαν Γκίντεγκαστ παρέδωσε μία σχετικά καλογυρισμένη αστυνομική περιπέτεια, γεμάτη δράση και με την απαραίτητη ανατροπή στο φινάλε, βγαλμένη από τον περίφημο Κάιζερ Σόζε και το εξαιρετικό «Συνήθεις Ύποπτοι», αυτή τη φορά ανανεώνει το ραντεβού του με τους φίλους του είδους με την ανατροπή να θέλει τον «μπάτσο να γίνεται γκάνγκστερ».

Ο βετεράνος αστυνομικός Μπιγκ Νικ επιστρέφει στο κυνήγι του, δεξιοτέχνη στις ληστείες, Ντόνι εντοπίζοντάς τον στην Ευρώπη, όπου είναι μπλεγμένος στον ύπουλο και απρόβλεπτο κόσμο της κλοπής διαμαντιών και της διαβόητης μαφίας Πάνθερ. Καθώς ο Ντόνι και η συμμορία του σχεδιάζουν μια τεράστια ληστεία στη μεγαλύτερη ανταλλαγή διαμαντιών στον κόσμο στη Μασσαλία, ο Νικ θα συναντηθεί μαζί του και θα του προτείνει κάτι που θα τον ξαφνιάσει.

Ο Γκίντεγκαστ, που σχεδιάζει αυτό το σίκουελ από την επομένη της αρχικής ταινίας, αποδεικνύει ότι διαθέτει τη γνώση και την ικανότητα για μία αστυνομική ταινία δράσης, με το νευρικό του γύρισμα, τους καταιγιστικούς ρυθμούς και την ίντριγκα, αλλά σε μεγάλο βαθμό δείχνει να επαναλαμβάνεται και να ακολουθεί τα κλισέ του είδους, χωρίς να μπορέσει να δώσει κάτι παραπάνω, που να αξίζει τον κόπο. Έχοντας στο μυαλό του την «Ένταση» του Μάικλ Μαν, όπως και στην πρώτη ταινία του, ως βάση των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων, θα μείνει στα μισά και θα αρκεστεί να τη συνδυάσει με ένα ποτ πουρί από ταινίες του είδους. Δίνοντας στους Ρίτσαρντ Μπάτλερ και Ο’Σι Τζάκσον μία πενιχρή ευκαιρία να παίξουν κάτι παραπάνω από δυναμικούς μονοδιάστατους χαρακτήρες, αφήνει εν τέλει ικανοποιημένους μόνο τους φαν των ταινιών «ληστεία, δράση, κυνηγητά, ίντριγκα και ανατροπές» – ακόμη και αν όλα μοιάζουν βγαλμένα από το σχετικό εγχειρίδιο.

ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο βετεράνος αστυνομικός Μπιγκ Νικ επιστρέφει στο κυνήγι του δεξιοτέχνη στις ληστείες, Ντόνι, που βρίσκεται στην Ευρώπη για ένα σχέδιο κλοπής διαμαντιών.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:

Ο Πάντινγκτον στο Περού

(“ Paddington in Peru”) Ο αγαπημένος ήρωας των παιδιών επιστρέφει, αυτή τη φορά σε ένα απρόβλεπτο ταξίδι που ξεκινά από το τροπικό δάσος του Αμαζονίου και καταλήγει στις βουνοκορφές του Περού, μέσα από μία ταινία κινουμένων σχεδίων και ζωντανής δράσης, που σκηνοθετεί ο Ντόγκαλ Γουίλσον στα στέρεα πρότυπα των προηγούμενων δύο φιλμ. Μια χορταστική και αρκετές φορές διασκεδαστική οικογενειακή περιπέτεια, που μπορεί να μη διαθέτει τη φρεσκάδα της πρώτης ταινίας, αλλά διατηρεί το βρετανικό φλέγμα και μία προσεγμένη παραγωγή. Το αρκουδάκι Πάντινγκτον μαθαίνει ότι η αγαπημένη του Θεία Λούσι έχει εξαφανιστεί από τον Οίκο για Συνταξιούχους Αρκούδους και φεύγει μαζί με την οικογένεια Μπράουν για το Περού, προκειμένου να την βρει, με μοναδικό στοιχείο ένα σημάδι σε έναν μυστηριώδη χάρτη.

Οι δεσμοί της οικογένειας, η διαφορετικότητα και τα καλά συναισθήματα έχουν και πάλι τη θέση τους στο καλογραμμένο σενάριο, ενώ θετική είναι και η παρουσία του ευπρόσωπου καστ, με τους Χιου Μπονβίλ, Έμιλι Μόρτιμερ, Τζούλι Γουόλτερς, Τζιμ Μπρόουντμπεντ, Ολίβια Κόλμαν, Αντόνιο Μπαντέρας κα. Η ταινία (βρετανικής, αμερικάνικης και γαλλικής παραγωγής του 2024) προβάλλεται και μεταγλωττισμένη με τις φωνές των Γιάννη Τσιμιτσέλη, Φώτη Πετρίδη, Χρύσα Διαμαντοπούλου, Στεφανία Φιλιάδη, Νίκο Κατσάτο, Νίκο Παπαδόπουλο, Έλενα Δελακούρα, Βασίλη Μήλιο κα.

blank

Νίκος Καβουκίδης: Η Δύναμη της Εικόνας

Ντοκιμαντέρ θησαυρός για την ιστορία του ελληνικού σινεμά, μέσα από τη ζωή και το έργο του κινηματογραφιστή Νίκου Καβουκίδη, άξιου μαθητή του πολυεργαλείου Ντίνου Κατσουρίδη, μέσα από μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Ο Καβουκίδης, από παιδί μπήκε στη Φίνος Φιλμ, καθώς ο πατέρας του ήταν από τους πρωτεργάτες του ελληνικού κινηματογράφου, μαζί με τον φίλο του Φιλοποιμένα Φίνο. Δίπλα στον Κατσουρίδη, θα μάθει όλα τα μυστικά του σινεμά (μοντάζ και διεύθυνση φωτογραφίας) και από πολύ νωρίς θα καταστεί ένας από τους καλύτερους στο είδος του και θαυμαστός για τις πατέντες που έβρισκε για να επιλύει προβλήματα. Σπίτι του έγιναν τα πλατό και οικογένειά του όλοι οι άνθρωποι του σινεμά, ενώ στα 60 χρόνια πορείας του θα γίνει παραγωγός και σκηνοθέτης. Ως σκηνοθέτης θα υπογράψει τα αξιοπρόσεκτα ντοκιμαντέρ «Μαρτυρίες» και «Μνήμες», πολύτιμα ντοκουμέντα για τη νεότερη ελληνική ιστορία, ενώ ως διευθυντής φωτογραφίας η συμβολή του είναι τεράστια στον λεγόμενο παλαιό κινηματογράφο, αλλά και στον νεότερο, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα νεότερους συναδέλφους του, για τους οποίους έχει πάντα έναν καλό λόγο να λέει. Το ντοκιμαντέρ, που σκηνοθετεί ο Μενέλαος Κυρλίδης, στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, είναι μία υπενθύμιση για το πώς χτίστηκε η ντόπια κινηματογραφική βιοτεχνία και φυσικά ένα συγκινητικό γράμμα αγάπης προς τον Καβουκίδη και τους ανθρώπους του ελληνικού σινεμά.

blank
Πρεμιέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες: Ντάνιελ Κρεγκ, Τζέραλντ Μπάτλερ, Νίκος Καβουκίδης και η επιστροφή του Πάντινγκτον
σχολίασε

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

To Top