Το πραγματικά αξιόλογο δράμα «Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά», με έναν εκπληκτικό Κίλιαν Μέρφι και το τρυφερό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ «Μικρό Θλιμμένο Κορίτσι» με τη συνταρακτική Μάριον Κοτιγιάρ, θα συγκινήσουν τους απαιτητικούς σινεφίλ αυτή την εβδομάδα.
Μαζί τους κάνουν πρεμιέρα και η ελληνική κωμωδία του Άγγελου Φραντζή «Ο Νόμος του Μέρφυ», με την Κάτια Γκουλιώνη και το κοινωνικό δράμα «Η Κουζίνα» από το Μεξικό.
Μικρά Πράγματα σαν κι Αυτά
(“Small Things Like These”) Κοινωνικό δράμα, ιρλανδικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Τιμ Μίλαντς, με τους Κίλιαν Μέρφι, Έιλιν Γουόλς, Μισέλ Φάρλεϊ, Έμιλι Γουότσον, Σάιραν Χάιντς, Κλερ Ντιουν κα.
Υπάρχουν κάποιες ταινίες στις οποίες πάνε όλα άψογα στα γυρίσματα, με τη χημεία που αναπτύσσεται ανάμεσα σε όλους τους συντελεστές, πίσω και μπροστά από τις κάμερες και αυτό τελικά βγαίνει με έναν μοναδικό υποβλητικό τρόπο στη μεγάλη οθόνη. Αυτό συμβαίνει και στην τελευταία ταινία, με πρωταγωνιστή τον οσκαρικό Κίλιαν Μέρφι και σκηνοθέτη τον Βέγλο Τιμ Μίλαντς, της έξοχης σειράς «Peaky Blinders», που καταπιάνεται με ένα τεράστιο σκάνδαλο, του εκτεταμένου εγκλεισμού κοριτσιών που έμεναν ανεπιθύμητα έγκυες σε δομές υπό την επίβλεψη της Καθολικής Εκκλησίας, μία θλιβερή ιστορία που ξεκίνησε τα μέσα του 18ου αιώνα και έκλεισε σιωπηλά το 1996.
Ο Κίλιαν Μέρφι, αφού διάβασε το θαυμάσιο ομώνυμο βιβλίο της Κλερ Κίγκαν, θα συγκεντρώσει, αμέσως μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων του «Οπενχάιμερ», μία εξαιρετική ομάδα συνεργατών, για να το μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη. Τη στενή συνεργάτιδά του στο θέατρο για πάνω από 20 χρόνια, Έντα Γουόλς, για το υπέροχα μελετημένο σενάριο, τον Μίλαντς, ο οποίος αξιοποίησε το κείμενο με μία πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση και ακόμη μοντέρ, σκηνογράφο και διευθυντή φωτογραφίας – τον Ολλανδό μάστορα Φρανκ Φαν ντεν Ίντεν, να δουλεύουν ως ένα σώμα, με μία ματιά και με απίστευτη προσήλωση στο πνεύμα της ταινίας. Δηλαδή όλα αυτά τα μικρά πράγματα, αλλά και τα ανείπωτα ή τα όσα υπονοεί το σενάριο, που αναδεικνύουν ένα έγκλημα διαρκείας, για το οποίο η Καθολική Εκκλησία δεν ζήτησε ποτέ συγγνώμη. Μία ιστορία που έπρεπε να ξαναειπωθεί, χωρίς καταγγελτικό τόνο, όπως σε άλλες κινηματογραφικές μεταφορές, αλλά ως σιωπηρή έκρηξη ενός ανθρώπου που πρέπει να παλέψει με το τραυματικό του παρελθόν και την υποκρισία της κοινωνίας.
Τα Χριστούγεννα του 1985, σε μία μικρή εργατική κωμόπολη της Βόρειας Ιρλανδίας, ο Φέρλονγκ συνεχίζει να δουλεύει σκληρά από τα ξημερώματα, προμηθεύοντας ξυλοκάρβουνα τα σπίτια και τα μαγαζιά της περιοχής. Όταν επιστρέφει στο σπίτι, στη σύζυγό του και τις πέντε κόρες του, ακολουθεί πάντα μία μικρή ιεροτελεστία στο μπάνιο. Γεμίζει με καυτό νερό την μπανιέρα και τρίβει την καρβουνίλα από το δέρμα του, ώστε να κάτσει στο τραπέζι του δείπνου εντελώς καθαρός. Η συνέχεια θα είναι μία μικρή ανάπαυλα, οικογενειακής θαλπωρής και διακριτικής τρυφερότητας με τη σύζυγό του. Ο Φέρλονγκ, δεν έχει ανάλογες αναμνήσεις ως παιδί, καθώς η ανύπαντρη μητέρα του είχε βρει καταφύγιο ως οικονόμος στο κτήμα μίας πλούσιας γυναίκας. Εκεί θα μεγαλώσει, ως «μπάσταρδος γιος», όπως τον αποκαλούσαν οι συμμαθητές του. Η μητέρα του, όμως, ήταν από τις τυχερές, αφού οι περισσότερες κοπέλες που έμεναν έγκυες αστεφάνωτες κατέληγαν στα μοναστήρια της Καθολικής Εκκλησίας, τα διαβόητα «Πλυντήρια της Μαγδαληνής», τα οποία εκμεταλλεύονταν την εργασία των κοριτσιών και που πολλές φορές «εξαφανίζονταν» ή πέθαιναν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Δεν είναι λίγες οι φορές που έβλεπε ντροπιασμένους γονείς να σπρώχνουν τις κόρες τους μέσα στο μοναστήρι και όπως όλοι οι κάτοικοι της μικρής πόλης, έτσι κι αυτός, χαμήλωνε τη ματιά του, υποκύπτοντας στο κοινό μυστικό μίας υποκριτικής κοινωνίας. Τα Χριστούγεννα το τραύμα του Φέρλονγκ ανοίγει και ο πόνος φτάνει στα βάθη της ψυχής του. Όταν θα βρεθεί μπροστά σε μία ανακάλυψη στην καρβουναποθήκη του μοναστηριού, η συνείδησή του αντιδρά, αλλά δεν είναι ήρωας, είναι πάντα ένας «μπάσταρδος», που δούλεψε σκληρά, έκανε οικογένεια και πρέπει να προστατέψει τις κόρες του.
Αποφεύγοντας κάθε υπόνοια μελοδραματισμού, ο Μίλαντς, με τη συνδρομή του σεναρίου, εστιάζει στη σιωπή, στην κοινωνική παράλυση μπροστά στην επιβολή της εκκλησίας, αλλά και την εργαλειοποίηση της φτώχειας. Μία συνενοχή που σκεπάζει τα σπίτια, μανταλώνει τις πόρτες, σφραγίζει τα παράθυρα, αφήνοντας στην γκρίζα παγωμένη ατμόσφαιρα να περιπλανώνται γεγονότα και αποτρόπαια μυστικά.
Ο Μίλαντς, με τη βοήθεια του βαν ντε Ίντεν, δημιουργούν ένα συγκρατημένο υπόκωφο δράμα, φωτίζοντας με το μελαγχολικό γκρίζο της Ιρλανδίας και τα σάπια χρώματα το σκηνικό του χωριού, στο οποίο κυριαρχούν τα κοράκια. Στις σκηνές του μοναστηριού τρυπώνει και το ψυχρό γαλάζιο, που παγώνει το αίμα.
Μία έξοχη ταινία, που μπορεί να έφυγε από το φεστιβάλ του Βερολίνου χωρίς ιδιαίτερες διακρίσεις, πέρα από το βραβείο β’ γυναικείας ερμηνείας για την Έμιλι Γουότσον, αλλά το πιθανότερο θα λάβει αρκετές υποψηφιότητες στα Όσκαρ. Και κυρίως για τις ερμηνείες, καθώς η Γουότσον είναι συγκλονιστική, ως Μητέρα Μαίρη, απογυμνώνοντας με το αμετανόητο βλέμμα της, την υποκρισία της Καθολικής Εκκλησίας, ενώ στο πλευρό της θα έχει κι ένα αξιοπρόσεκτο καστ. Υπάρχει, όμως, και το κεφάλαιο Κίλιαν Μέρφι, ένας τεράστιος ηθοποιός, εξελισσόμενος σε άξιο διάδοχο του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που μπορεί με μία ξεχωριστή φυσικότητα, να μεταφέρει με το εύθραυστο πρόσωπό του, αμέτρητα συναισθήματα, να περιφέρει με το γαλάζιο βλέμμα του τον ψυχισμό ενός ήσυχου ανθρώπου, ενός αντιήρωα που θα πρέπει να παλέψει με τους δαίμονές του για να σηκώσει το πετρωμένο κορμί του και να αντισταθεί σε κάτι πολύ ανώτερο από τις δυνάμεις του.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Είναι το 1985 ενόψει των Χριστουγέννων σε μια μικρή πόλη στην κομητεία Γουέξφορντ της Ιρλανδίας. Ο Μπιλ Φέρλονγκ μοχθεί ως έμπορος άνθρακα για να συντηρήσει τον εαυτό του, τη γυναίκα του και τις πέντε κόρες του. Την παραμονή των Χριστουγέννων, ενώ βγαίνει για να παραδώσει κάρβουνο στο τοπικό μοναστήρι, κάνει μια ανακάλυψη που τον αναγκάζει να αντιμετωπίσει το παρελθόν του και τη συνένοχη σιωπή μιας πόλης που ελέγχεται από την καθολική εκκλησία.
Η Κουζίνα
(“La Cocina”) Κοινωνικό δράμα, μεξικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Αλόνζο Ρουϊσπαλάσιος, με τους Ραούλ Μπριόνες, Ρούνι Μάρα, Άννα Ντίαζ, Όντεντ Φερ, Λόρα Γκόμεζ κα.
Τι μπορεί να κρύβει μία κουζίνα πολυσύχναστου εστιατορίου, ποιοι είναι αυτοί που ιδρώνουν πάνω από τα καυτά τηγάνια, τις κατσαρόλες που ζεματάνε, ατέλειωτες ώρες, για να φτάσουν τα εκλεκτά εδέσματα σε στολισμένα πιάτα;
Ο Αλόνσο Ρουϊσπαλάσιος («Gueros», «Museum») μας προσκαλεί να κοιτάξουμε πίσω από την πόρτα της κουζίνας ενός νεοϋορκέζικου εστιατορίου, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στους αφανείς εργαζόμενους, κατά βάση μετανάστες χωρίς τα απαραίτητα χαρτιά νόμιμης εργασίας, που πασχίζουν για το μεροκάματο και πιστεύοντας ότι μπορούν να ζήσουν το όνειρο για μια καλύτερη ζωή.
Βασισμένος στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Βρετανού συγγραφέα Σερ Άρνολντ Ουέσκερ, ο οποίος είχε ταράξει τα νερά τις δεκαετίες ’50-’60, με τα ριζοσπαστικά έργα του για την εργατική τάξη, ο Μεξικάνος, ομολογουμένως ταλαντούχος, σκηνοθέτης κάνει ένα δράμα που φλερτάρει με το κωμικοτραγικό, για να προβάλει τις πολιτικές του παρατηρήσεις πάνω στην εκμετάλλευση των εργαζόμενων και ειδικά των πιο ευάλωτων, των παράνομων μεταναστών.
Σε ένα τουριστικό εστιατόριο της Νέας Υόρκης, που εξυπηρετεί εκατοντάδες τουρίστες κάθε μέρα, υπό τη διεύθυνση ενός σατανικού ιδιοκτήτη, στην κουζίνα εργάζονται, με ασύλληπτους ρυθμούς, κυρίως παράνομοι μετανάστες. Όταν θα εξαφανιστούν από το ταμείο 800 δολάρια, όλοι οι εργαζόμενοι θα θεωρηθούν ύποπτοι και θα πρέπει να δώσουν εξηγήσεις, αλλά και να υπερασπιστούν τη δουλειά τους, για να μην σταλούν πίσω στη χώρα τους. Ένας από τους μάγειρες, ο Μεξικάνος Πέδρο είναι ερωτευμένος με την Αμερικανίδα σερβιτόρα Τζούλια, η οποία, όμως, δεν μπορεί να αφιερωθεί σε αυτόν. Με τον υπεύθυνο να αναζητά τον κλέφτη, τον σεφ να πιέζει συνεχώς τους εργαζόμενους για να συνεχιστεί απρόσκοπτα η παραγωγή εδεσμάτων και τον ιδιοκτήτη να συνεχίζει να δίνει ψεύτικες ελπίδες ότι θα τους βοηθήσει να γίνουν νόμιμοι εργαζόμενοι, η κατάσταση ξεφεύγει…
Γυρισμένο σε στιλπνό ασπρόμαυρο, θυμίζοντας το«Ρόμα» και με τον διευθυντή φωτογραφίας Πάμπλο Ραμίρεζ να γοητεύει με τους φωτισμούς και τις σκιάσεις και με την κάμερα να κάνει πιρουέτες ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους στενούς χώρους της κουζίνας, ο Ρουϊσπαλάσιος βάζει φωτιά στην οθόνη, με τους αφανείς ήρωες της κουζίνας, απ’ όλες τις φυλές του κόσμου να προσφέρουν φτηνά εργατικά χέρια και να βρίσκουν μια κοινή γλώσσα επιβίωσης.
Ωστόσο, με μια υπερβολική αυταρέσκεια και πέφτοντας στην παγίδα της μεγαλοστομίας, αλλά και της πεποίθησής του ότι μπορεί να μιλήσει για τα πάντα, τραβώντας και τη διάρκεια της ταινίας του στα 140 εξοντωτικά λεπτά, ο Ρουϊσπαλάσιος θα χάσει το πλεονέκτημα της δεξιοτεχνικής του σκηνοθεσίας και θα χάσει την εμπιστοσύνη του θεατή, απ’ τις αρχικές υποσχέσεις που του είχε δώσει. Θα χάσει τη στοιχειώδη απλότητα, την καθαρότητα των όσων θέλει να πει, να δώσει γεύση στις εικόνες του, όπως και οι μάγειρες που δεν εμπιστεύονται τα ποιοτικά προϊόντα τους – για τον Ρουϊσπαλάσιος εκτός από τη διεύθυνση φωτογραφίας είναι και οι εξαίρετες ερμηνείες – και τα φορτώνουν με αχρείαστα δευτερεύοντα υλικά και καρυκεύματα, προκαλώντας πρήξιμο στα στομάχια.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Ο Πέδρο, ένας ονειροπόλος νεαρός μετανάστης χωρίς χαρτιά, εργάζεται ως μάγειρας σε ένα από τα πιο πολυσύχναστα εστιατόρια του Μανχάταν. Όταν μάθει πως η Τζούλια, η νεαρή σερβιτόρα με την οποία είναι ερωτευμένος, έκανε έκτρωση, θα οδηγηθεί σε μια πράξη που θα προκαλέσει χάος στο εστιατόριο.
Ο Νόμος του Μέρφυ
Ελληνική κομεντί, παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή, με τους Κάτια Γκουλιώνη, Ανδρέα Κωνσταντίνου, Τόνια Σωτηροπούλου, Θάνο Τοκάκη, Νίκο Κουρή, Χρήστο Στεργιόγλου, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, Λυδία Φωτοπούλου κα.
Πέντε χρόνια μετά την τεράστια εμπορική επιτυχία της, αν μη τι άλλο, άνισης «Ευτυχίας», ο Άγγελος Φραντζής επιστρέφει στη μυθοπλασία, με μια κωμωδία, έχοντας και πάλι ως πρωταγωνίστρια τη μόνιμη συνεργάτιδά του, Κάτια Γκουλιώνη, η οποία καλείται να σηκώσει στις πλάτες της όλη την ταινία. Μία σουρεαλιστική υπαρξιακή κωμωδία, με ηρωίδα μία αποτυχημένη ηθοποιό, που ονειρεύεται μεγάλους ρόλους, αλλά προσγειώνεται ανώμαλα πίσω από τα ταμεία ενός σούπερ μάρκετ ή ως σερβιτόρα σε μαγαζιά και πρέπει επιτέλους να ενηλικιωθεί μπαίνοντας στην περιπέτεια ενός ταξιδιού αυτογνωσίας, με πολλά ευτράπελα και παίζοντας διαφορετικούς ρόλους ξανά και ξανά.
Μια τρυφερή ιστορία, για την αναζήτηση του εαυτού μας, που φλερτάρει με το παράλογο, ένα εσωτερικό ταξίδι της ψυχής, στο οποίο παρεμβάλλονται όλοι αυτοί που βλέπουν αλλιώς την ηρωίδα, τη θέλουν διαφορετική, να παίζει ρόλους για να αντέξει την πραγματικότητα αν και πάντα καραδοκεί «ο νόμος του Μέρφυ».
Έπειτα από ένα ατύχημα, η Μαρία Αλίκη, μια αποτυχημένη ηθοποιός σε αναζήτηση μεγάλων ρόλων, εισέρχεται σε μια πραγματικότητα όπου καλείται να παίξει όλους τους πιθανούς ρόλους που θα μπορούσε να της έχει χαρίσει η ζωή, αν είχε κάνει διαφορετικές επιλογές. Πού βρίσκεται; Ονειρεύεται, πέθανε ή λιποθύμησε; Προσπαθώντας να καταλάβει τι της συμβαίνει, αλλά και να βρει την έξοδο προς την αληθινή ζωή της, βλέπει τον εαυτό της να προσπαθεί να χωρέσει σε ρόλους που μοιάζει να έχουν σχεδιάσει άλλοι για εκείνη. Σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, με πολλά ευτράπελα, η Μαρία Αλίκη θα αναμετρηθεί με τον εαυτό της και θα κληθεί να απαντήσει επί της ουσίας «To be or not to be?».
Ο Φραντζής, έχοντας και πάλι δίπλα του στο σενάριο την Κατερίνα Μπέη, θα έχει ως πρωταγωνίστρια ένα οικείο πρόσωπο, με φοβίες, τραυματικές αποτυχίες και συνάμα αστείο, ειδικά όταν επαναλαμβάνει μοτίβα και συμπεριφορές, προκειμένου να τα καταφέρει. Μια ηρωίδα που δοκιμάζει πολλές ταυτότητες μέχρι να βρει τη δική της και που προσπαθεί να ξορκίσει τους εφιάλτες της με το χιούμορ, μέσα από τη φόρμα μιας σκρούμπολ κωμωδίας, που προσεγγίζει με ελαφρότητα τα πιο βαριά θέματα, ενός υπαρξιακού μπουλβάρ, με μεταφυσικές αγωνίες.
Η ταινία του Φραντζή, διαθέτει μία ενδιαφέρουσα αρχική ιδέα και αρκετές ξεκαρδιστικές σκηνές, αλλά μετά από ένα σημείο δείχνει να επαναλαμβάνεται, να αγκομαχά, ξεμένοντας από δυνάμεις και χωρίς να τη βοηθά το σενάριο, στηρίζεται αποκλειστικά στην υποκριτική ικανότητα της Γκουλιώνη, η οποία φλερτάρει με μία κεφάτη υστερία, ενώ έχει και τη συμπαράσταση ορισμένων καλών συμπρωταγωνιστών της, όπως είναι οι Ανδρέας Κωνσταντίνου και Θάνος Τοκάκης.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μια αποτυχημένη ηθοποιός, η Μαρία Αλίκη, η οποία μετά από ένα ατύχημα εισέρχεται σε μία πραγματικότητα όπου καλείται να παίξει όλους τους πιθανούς ρόλους που θα μπορούσε να είχε υποδυθεί αν είχε διαφορετικές επιλογές. Στην προσπάθειά της να καταλάβει τι συμβαίνει, αλλά και να βρει την έξοδο προς την αληθινή ζωή, βλέπει τον εαυτό της να προσπαθεί να χωρέσει σε ρόλους που έχουν σχεδιάσει άλλοι για εκείνη.
Μικρό Θλιμμένο Κορίτσι
(“Little Girl Blue”) Δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, γαλλικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Μόνα Ασάς, με τους Μάριον Κοτιγιάρ, Μαρί Μπουνέλ, Ζακ Μπουντέ, Ντιντιέ Φλαμάντ κα.
Τρυφερό, βαθιά ανθρώπινο και συγκινητικό δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, που εξερευνά με μία ξεχωριστή σκηνοθετική προσέγγιση τη μητρότητα, τη ψυχική ασθένεια και τις πληγές ενός οικογενειακού τραύματος, που προβλήθηκε στο φεστιβάλ των Καννών και ήταν υποψήφιο Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας στα Βραβεία Σεζάρ, για την καθηλωτική εμφάνιση της Μάριον Κοτιγιάρ.
Η Γαλλομαροκινή Ασάς, το ντοκιμαντέρ με το δράμα, με τόλμη και χάρη, χρησιμοποιώντας το σινεμά για να επανασυνδεθεί με τη διάσημη φωτογράφο και μητέρα της Κάρολ Ασάς, μετά θάνατο.
Η Κάρολ Ασάς, την οποία υποδύεται η Κοτιγιάρ (λόγω και της εντυπωσιακής ομοιότητάς της με την μητέρα της σκηνοθέτιδας), ήταν μία διάσημη φωτογράφος, αλλά και συγγραφέας και περιστασιακά ηθοποιός, που τη δεκαετία του ’50 θα έρθει κοντά με τεράστιες προσωπικότητες, όπως ο Καμί, ο Ζενέ και η Ντιράς, ζώντας σε μία σπουδαία εποχή για τη διανόηση και τις τέχνες. Χρόνια μετά, η Ασάς, που ήταν εύθραυστη ψυχολογικά και σημαδεύτηκε από τραυματικές εμπειρίες, συγκρούσεις και ανεκπλήρωτες επιθυμίες, θα αυτοκτονήσει με απαγχονισμό. Η κόρη της Μόνα, θα επιχειρήσει να λύσει το αίνιγμα της αυτοκτονίας της μητέρας της, μέσα από την ανακάλυψη χιλιάδων φωτογραφιών, επιστολών, σημειώσεων και ηχογραφήσεων.
Η σκηνοθέτιδα, θα χρησιμοποιήσει τα προσωπικά αρχεία της μητέρας της, ζωντανεύοντας την οδυνηρή αλλά και αποκαλυπτική ιστορία μίας βασανισμένης ψυχής, κάνοντας το κοινό μάρτυρα ενός συγκινητικού ταξιδιού στον χρόνο και ενός τραύματος που περνά από γενιά σε γενιά, συνδυάζοντας οικειότητα και τέχνη, μετατρέποντας τα οικογενειακά αρχεία σε καμβά μνήμης.
Η ταινία μιλά για την ψυχική κληρονομιά, την απώλεια, τη μνήμη και τις πολυκύμαντες σχέσεις μητέρας – κόρης, ένα διαχρονικό θέμα για τις οικογένειες.
Ωστόσο, ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ταινίας να είναι εκείνο που διερευνά τη σχέση της Μόνα Ασάς με τη μητέρα της, καθώς και την παθολογική σχέση της Καρόλ Ασάς με τη δική της μητέρα, τη συγγραφέα Μονίκ Λανζ, για την οποία είχε γράψει και βιβλίο.
Ένα έξοχο φιλμ που φέρνει στην επιφάνεια μία σπάνια συναισθηματική αλήθεια και επιχειρεί να ξαναζωντανέψει τη ζωή της μητέρας και τη σχέση της με τους άντρες, την κακοποίηση και τη χειραγώγηση που βίωσε, μέσα από θραύσματα της ιστορίας της, που ανακαλύπτονται σταδιακά και τονώνουν το ενδιαφέρον του θεατή.
Η Κοτιγιάρ, σε μία συνταρακτική ερμηνεία, είναι αφοπλιστικά αυθεντική, αποδεικνύοντας την εύπλαστη υποκριτική της δεινότητα, αλλά και την ηθική υπόσταση μίας σημαντικής ηθοποιού.