Πρεμιέρα κάνει απόψε στη χώρα μας η πολυσυζητημένη και ήδη μυθικών διαστάσεων «Megalopolis» του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Μία χειμαρρώδης ταινία, που παρά τις όποιες και δικαιολογημένες αιτιάσεις, αποτελεί μία κινηματογραφική εμπειρία και σίγουρα ένα ραντεβού με τους σινεφίλ. Από τις υπόλοιπες νέες ταινίες της εβδομάδας, ξεχωρίζουν «Η Επιστροφή», με τον Ρέιφ Φάινς, στον ρόλο του Οδυσσέα και την Ζιλιέτ Μπινός, να υποδύεται την Πηνελόπη.
«Bird», το δράμα της Άντρεα Άρνολντ, «Ρισελιέ», ένα έξοχο κοινωνικό δράμα από τον Καναδά και το ελληνικό ντοκιμαντέρ της Τάνιας Βέρνερ «Tack». Σουξέ ανάμεσα στους μικρούς φίλους μας, αναμένεται να κάνει το animation της Disney «Βαϊόλα 2», ενώ η ταινία τρόμου «Heretic», με τον δαιμονικό Χιου Γκραντ, αναμένεται να τραβήξει τους φίλους του είδους.
Megalopolis
(“Megalopolis”) Δράμα επιστημονικής φαντασίας, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Φράνσις Φορντ Κόπολα, με τους Άνταμ Ντράιβερ, Νάταλι Εμάνουελ, Τζιανκάρλο Εσπόζιτο, Όμπρεϊ Πλάζα, Σάια ΛαΜπέφ, Γιον Βόιτ, Λόρενς Φίσμπερν κα.
Κάθε νέα ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα είναι πάντα ένα σπουδαίο καλλιτεχνικό γεγονός για τους λάτρεις του κινηματογράφου. Και αυτό γιατί ανήκει στον μικρό κύκλο των σκηνοθετών, που ορισμένες ταινίες του βρίσκονται με άνεση ανάμεσα στις δέκα, άντε είκοσι, καλύτερες όλων των εποχών και έχει σημαδέψει καθοριστικά την ιστορία του κινηματογράφου, με τα έργα του, όπως «Ο Νονός» 1 & 2, «Αποκάλυψη Τώρα» και «Συνομιλία».
Ο 85άρης πλέον Κόπολα, έπειτα από μεγάλες περιπέτειες, που ξεκινούν από το πολύ μακρινό 1973, όταν και του γεννήθηκε η ιδέα για το «Megalopolis», ανάμεσα στα χρόνια που γύριζε τους «Νονούς» του και όταν ο πυρετός της δημιουργικότητας και της έμπνευσής του έσπαγε και θερμόμετρα μηχανών εσωτερικής καύσης, θα καταφέρει να ολοκληρώσει πριν οχτώ μήνες τα γυρίσματα, τα οποία σημειωτέων χρηματοδότησε σχεδόν εξολοκλήρου με δικά του χρήματα. Μία παραγωγή που ξεπέρασε τα 120 εκατομμύρια δολάρια, ένα υπέρογκο ποσό, για ταινία χωρίς να έχει πίσω της ένα από τα μεγάλα στούντιο του Χόλιγουντ.
Ένα φιλμ, που θεωρείται έργο ζωής, αλλά περισσότερο μοιάζει με ένα απωθημένο για τον Κόπολα. Μια παραβολή, για τον σύγχρονο πολιτισμό μας, που χωράει από την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι την Γκόθαμ Σίτι και ανάμεσά τους την αποκάλυψη της χρυσής εποχής του σινεμά, όταν το Χόλιγουντ κατέστη ως η «Μέκκα του κινηματογράφου», σαιξπηρικά έργα, το «Σατυρικόν» του Φελίνι ή ακόμη και τον «Καλιγούλα» του Τίντο Μπρας και βεβαίως, αναφορές στο δικό του σινεμά. Ταυτόχρονα, εμφανώς με σατιρική διάθεση, μία δήλωση για τον αμερικάνικο εφιάλτη, καθώς το «αμερικάνικο όνειρο», είναι πλέον παρελθόν, είναι από μόνο του ένα πολυχρησιμοποιημένο ανέκδοτο.
Στα 138 λεπτά διάρκειας του φιλμ, ο Κόπολα μετατρέπει τη Νέα Υόρκη του 21ου αιώνα στη Ρώμη της παρακμής και στην επερχόμενη πτώση της, ακολουθώντας τον ήρωά του, τον νομπελίστα Σίζαρ Καταλίνα, έναν ιδιοφυή οραματιστή καλλιτέχνη, που επιδιώκει ένα ουτοπικό, ιδεαλιστικό μέλλον και έρχεται σε σύγκρουση με τον δήμαρχο Φράνκλιν Σίσερο, αφοσιωμένο στο οπισθοδρομικό καθεστώς, που ευνοεί την απληστία και τη διαφθορά και τους άλλους πολιτικούς άρχοντες της μητρόπολης, που τον υπονομεύουν και τον απειλούν. Στη μάχη του αυτή, όμως, δεν τον βοηθά και ο μεγαλομανής χαρακτήρας του, ο εθισμός του στις ουσίες, η ανάγκη του να είναι επιθυμητός και να κάνει το σωστό, σε ένα κόσμο που βυθίζεται συνεχώς στον ζόφο, στο κυνήγι του χρήματος και την περιφρόνηση κάθε ηθικής αξίας.
Στα πρώτα του πλάνα, ο Σίζαρ Καταλίνα αιωρείται από την κορυφή ενός ουρανοξύστη, δείχνοντας ότι δεν είναι και μακριά από το να αφεθεί στο κενό. Όμως, το πάθος του και το όραμά του τον κρατούν πάνω στο ατσάλι. Ο Σίζαρ, θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος ο Κόπολα που απ’ την κορυφή, την καταξίωση βρέθηκε ουκ ολίγες φορές να αιωρείται στο κενό, εκφράζοντας το σινεμά των οραματιστών, αυτών που δεν αναπαύονται στις δάφνες τους. Και το «Megalopolis» δεν είναι τίποτα άλλο από μία αλληγορία που καταθέτει ο δημιουργός ως τη διαθήκη του, που αφιερώνει στη σύζυγό του Έλινορ, που απεβίωσε προσφάτως, αλλά και στους νέους για να συνεχίσουν στα βήματά του, να μάχονται.
Το χειμαρρώδες φιλμ, δείχνει πολλές φορές χαοτικό, ορισμένες φορές χάνεται το νόημα και το σενάριο μοιάζει με κουίζ γνώσεων. Σημεία που μένει η μαγεία των εικόνων. Ακολουθεί έναν φρενήρη ρυθμό, παραπέμποντας σε κόμικς, για να αφηγηθεί την υπερβολικά πληθωρική ιστορία του, μπαινοβγαίνοντας σε σημαντικά κομμάτια της ιστορίας του σινεμά, ενώ ταυτόχρονα το σενάριο παραθέτει αυτούσια αποσπάσματα από τον «Άμλετ» και τον «Ιούλιο Καίσαρα».
Η εμπνευσμένη ιδέα του συνοδεύεται από ένα σχέδιο, που μοιάζει ακατόρθωτο να υλοποιηθεί και ενδεχομένως να ήταν πιο αποτελεσματικό σε μια σειρά πολλών επεισοδίων. Ο Κόπολα, πρέπει να διαλέξει αν θα σκηνοθετήσει ή θα βάλει σε τάξη ένα χάος και μάλλον μένει κάπου στα μισά, χωρίς να καταφέρνει τις περισσότερες φορές ούτε το ένα ούτε το άλλο. Και ανάμεσα στις αμέτρητες ημιτελείς ιδέες του, τη βούλησή του να μιλήσει για τα πάντα, περιφέρονται σχεδόν άσκοπα και οι ηθοποιοί, που ο καθένας παίζει με τη δική του μανιέρα ή με μία άκρατη υπερβολή, μία θεατρικότητα, στα όρια της καρικατούρας. Ο πρωταγωνιστής του, ο Άνταμ – όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω – Ντράιβερ, είναι από τους λίγους που καταβάλει προσπάθειες να κρατήσει ένα μέτρο, αλλά μοιάζει λίγος για το εγχείρημα.
Βεβαίως, δεν θα ήταν αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι αυτό το χάος της ταινίας του είναι αντανάκλαση του κόσμου, που είναι έτοιμος να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή και στηρίζεται από μία κλωστή, πάνω στην οποία προσπαθούν να ισορροπήσουν και οι αφέντες του κόσμου και οι πληβείοι και φυσικά, οι ονειροπόλοι.
Μπορεί το «Megalopolis» να ήταν καλύτερα να έμενε ως ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, ένας μύθος, απ’ αυτούς που θα γλύκαιναν τον κόσμο του κινηματογράφου και θα έδιναν ώθηση σε νέους κινηματογραφιστές, ώστε να ακολουθήσουν τα όνειρά τους και όχι κάθε ευκαιρία ή σχέδιο ενός μεγάλου στούντιο, αλλά δεν παύει και να μας συγκινεί, γιατί ο 85χρονος Κόπολα αποτολμά ακόμη μία βουτιά στο κενό, χωρίς κανένα δίχτυ ασφαλείας, θυσία, για μια ιδέα, που έχασε την ευκαιρία της πριν από μισό αιώνα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η πόλη της Νέας Ρώμης πρέπει να αλλάξει, προκαλώντας σύγκρουση μεταξύ του Σέζαρ Κατιλίνα, ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη που επιδιώκει ένα ουτοπικό, ιδεαλιστικό μέλλον, και του αντιπάλου του, του δημάρχου Φράνκλιν Σίσερο, που παραμένει αφοσιωμένος σε ένα οπισθοδρομικό καθεστώς, διαιωνίζοντας την απληστία και τη διαφθορά.
Η Επιστροφή
(“The Return”) Δραματική περιπέτεια εποχής, ιταλικής και διεθνούς συμπαραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Ουμπέρτο Παζολίνι, με τους Ρέιφ Φάινς, Ζιλιέτ Μπινός, Τσάρλι Πλάμερ, Κλάουντιο Σανταμαρία, Άντζελα Μολίνα, Νικήτας Τσακίρογλου κα.
Παρακάμπτοντας το μεγαλύτερο μέρος του επικού έργου της Οδύσσειας του Ομήρου και πιάνοντας το νήμα της ιστορίας απ’ τις τελευταίες ραψωδίες του ποιήματος, όταν ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη του, ο Ουμπέρτο Παζολίνι στήνει μία καλογυρισμένη δραματική περιπέτεια, πάνω στην απουσία, την αναμονή και την επιστροφή, αλλά και τη σύγκρουση της αλήθειας με το ψέμα και της πίστης με την προδοσία.
Ο Ουμπέρτο Παζολίνι – καμιά σχέση με τον Πιέρ Πάολο, αλλά ανιψιός του Λουκίνο Βισκόντι! – κινηματογραφικός παραγωγός, με πιο μεγάλη επιτυχία το έξοχο «Άντρες με τα Όλα τους», γυρίζει σποραδικά κάποιες ταινίες, όπως τις αξιόλογες «Ξεχασμένες Ζωές» και «Για Πάντα Κοντά σου», εδώ, αποφεύγει μια πολυδάπανη παραγωγή, κόβοντας τις ραψωδίες που υπάρχουν σειρήνες, Κύκλωπες, εξακέφαλα τέρατα και αγριεμένες θάλασσες, για να επικεντρωθεί στο τελευταίο ουσιαστικά κεφάλαιο. Διασκευάζει τους τελευταίους στίχους της Οδύσσειας προσηλωμένος στο έργο του Ομήρου, αλλά θα λεγε κανείς παράλληλα με τον μύθο του έργου, προβάλει τον δικό του στοχασμό, ως μια αρχαία τραγωδία, αποκομμένη από τους θεούς και την επιρροή τους στους ήρωές του. Επικεντρωμένος στην Πηνελόπη, τον Τηλέμαχο και φυσικά τον Οδυσσέα, εξερευνά τη δυστυχία στην οποία ζουν.
Το στόρι ξεκινά με τον Οδυσσέα να ξεβράζεται σε μια παραλία της Ιθάκης, το νησί που ήταν κάποτε βασιλιάς. Μισοπεθαμένος, γυμνός και με την ενοχή ότι κανένας από το στρατό του δεν επέζησε στο μακρύ ταξίδι της επιστροφής από τον Τρωικό Πόλεμο, βασανίζεται από τους δαίμονές του, τους εφιάλτες που ψιθυρίζουν στο κεφάλι του. Εν τω μεταξύ, η βασίλισσα Πηνελόπη, μαζί με τον νεαρό και ταραγμένο γιο της Τηλέμαχο, που μεγάλωσε χωρίς πατέρα και κινδυνεύει από τους μνηστήρες, προσπαθούν να σώσουν ότι μπορούν από τη βαρβαρότητα και τη λεηλασία των μνηστήρων, που εκμεταλλεύονται την ακυβερνησία. Ταυτόχρονα, αυτός ο όχλος των επίδοξων μνηστήρων, πιέζει να διαλέξει σύζυγο η Πηνελόπη, η οποία κερδίζει χρόνο, με το ξήλωμα του σάβανου που πλέκει για τον άρρωστο πατέρα του άντρα της, Λαέρτη. Όμως, και ο Οδυσσέας έχει αλλάξει από την εμπειρία του πολέμου, αφού έχει χάσει την πίστη του και το πολυμήχανο πνεύμα του και πρέπει να ξαναβρεί τη δύναμη που χρειάζεται για να σώσει την οικογένειά του και το βασίλειό του.
Διαθέτοντας μία άρτια παραγωγή, ο Παζολίνι θα εκμεταλλευτεί το φυσικό τοπίο (γυρίσματα έγιναν στην Κέρκυρα, στην Κυλλήνη και την Ιταλία) για να δείξει έναν ερημωμένο, λεηλατημένο τόπο, τον οποίο μπορεί να επαναφέρει στη ζωή μόνο ένας ήρωας, ωστόσο, παλινδρομώντας ανάμεσα σε έναν υπαρξιακό μύθο και μια περιπέτεια δράσης.
Κάποιες φορές χάνει το μέτρο, με τη γραφικότητα της ποικιλομορφίας που συνθέτει ο όχλος των μνηστήρων, ορισμένες αχρείαστες σκηνές βίας, την εντελώς άστοχη επιλογή του Τηλέμαχου, την απουσία της σχέσης του με τον πατέρα του Οδυσσέα, για να φτάσει με προχειρότητα σε ένα ιδιαίτερα βίαιο φινάλε, δείχνοντας ότι έχει ξεμείνει από ιδέες.
Αυτά όμως, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και πταίσματα, μπροστά στην απουσία της διαχρονικότητας του αρχαίου κειμένου, που πάντα θα αγγίζει την ανθρωπότητα, σε κάθε έκφανσή του. Στις μεγάλες οικουμενικές αλήθειες για τον νόστο και την επιστροφή σε αυτό που ορίζει ο καθένας πατρίδα, την οικογενειακή τραγωδία, τα δεινά του πολέμου, ακόμη και αν τον έχεις κερδίσει, αλλά και στον ιστορικό ρόλο της Πηνελόπης, που έγινε σύμβολο ενάντια σε μία ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Από κει και πέρα, ομολογουμένως, η κάμερα λατρεύει τον Ρέιφ Φάινς και – ειδικά – την Ζιλιέτ Μπινός, το κινηματογραφικό ζευγάρι του «Άγγλου Ασθενή», που ξανασμίγει και αποδεικνύει ότι αυτή η χημεία που είχε αναπτυχθεί τότε, συνεχίζει να δημιουργεί απολαυστικές εικόνες, ακόμη και αν το σκηνοθετικό εγχείρημα δεν ολοκληρώνεται αποτελεσματικά.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Μετά από είκοσι χρόνια απουσίας, ο Οδυσσέας ξεβράζεται στις ακτές της Ιθάκης, ημιθανής και αγνώριστος. Ο βασιλιάς επέστρεψε επιτέλους στην πατρίδα του, όμως θα τη βρει αλλαγμένη. Η αγαπημένη του σύζυγος, Πηνελόπη, είναι ουσιαστικά φυλακισμένη στο ίδιο της το παλάτι και δέχεται αφόρητες πιέσεις από τους φιλόδοξους μνηστήρες να διαλέξει νέο σύζυγο και βασιλιά.
Bird
(“Bird”) Δραματική ταινία, βρετανικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Άντρεα Άρνολντ, με τους Μπάρι Κίογκαν, Νικίγια Άνταμς, Φραντς Ρογκόφσκι, Τζάσμιν Τζόμσον, Τζέισον Μπάντα κα.
Έπειτα από τέσσερις μεγάλου μήκους ταινίες μυθοπλασίας, όλες με διακρίσεις στο φεστιβάλ Καννών, και το πρόσφατο ντοκιμαντέρ «Αγελάδα», η Άντρεα Άρνολντ έχει καθιερωθεί δικαίως ως ένα από τα σημαντικότερα ταλέντα της βρετανικής κινηματογραφίας. Κυρίως για τη διαπεραστική ματιά της στην απεικόνιση της πραγματικότητας και τις συνθήκες που επιβιώνει η εργατική τάξη στη χώρα της, αλλά και της δύσκολης εφηβείας, της βίαιης ενηλικίωσής της.
Αφήνοντας πίσω της την «Αγελάδα» και τη σιωπηλή παρατήρησή της σε ένα εκτροφείο, η Άρνολντ θα αλλάξει ρότα. Θα ανεβάσει στα ύψη τα ντεσιμπέλ και την αισθητική, από το διακριτικό θα περάσει στο μαξιμαλιστικό, με μία ζωντάνια πρωτόγνωρα ελκυστική, που κρύβει τις αδυναμίες της ταινίας.
Θα διατηρήσει, όμως, όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, για τη λαϊκή τάξη, την εφηβεία και την ενηλικίωση, ξεδιπλώνοντας την ιστορία της μέσα από την Μπέιλι, μία 12χρονη και τις απεγνωσμένες προσπάθειές της να επιβιώσει έχοντας να αντιμετωπίσει μία δυσλειτουργική οικογένεια. Ένα κορίτσι, που ζει μαζί με τον νεαρότατο και ανώριμο, άξεστο αλλά και τρυφερό, πατέρα της, ο οποίος ετοιμάζεται να παντρευτεί την επίσης νεαρά φιλενάδα του με παιδί, ενώ για να βρει χρήματα για το γάμο του, παίρνει ένα βατράχι, εισαγόμενο από την Αμερική, που εκκρίνει ένα παραισθησιογόνο υγρό από το σώμα του, ένα πανάκριβο ναρκωτικό. Ο μεγαλύτερος αδελφός της κάνει τα ίδια λάθη με τον πατέρα τους, συμμετέχοντας σε μία συμμορία μασκοφόρων, ενώ η μητέρα της και οι δυο μικρότερες αδελφές της έρχονται αντιμέτωπες με τα βίαια ξεσπάσματα και τις απειλές του κακοποιητικού νέου συντρόφου της. Νοιάζεται για όλους και ταυτόχρονα προσπαθεί να βρει τον δρόμο της. Μοναδικές στιγμές ηρεμίας προσφέρουν στην Μπέιλι η παρατήρηση των πουλιών πάνω από τα σπίτια. Εκεί, θα γνωρίσει τον Bird, έναν αμήχανο Γερμανό επισκέπτη από το πουθενά, που αναζητά τα ίχνη του πατέρα του.
Η Άρνολντ, εισάγοντας για πρώτη φορά στο αφοπλιστικά ρεαλιστικό σινεμά της το μαγικό, εικόνες ποιητικές για να φτιάξει ένα εκτεταμένο ψηφιδωτό από χαρακτήρες, συγκρούσεις, μοναξιά, αγάπες, βία και ψυχολογικές μεταπτώσεις, θα αποσπάσει από τους ηθοποιούς εκρηκτικές όσο και εθιστικές ερμηνείες. Χρησιμοποιώντας την κάμερα στο χέρι και συνδυάζοντας 16αρη φιλμ και πλάνων από κινητό, μεταμορφώνει ένα τοπίο μιζέριας και φτώχειας – φορτωμένο με ερείπια, γεμάτα γκράφιτι, πλαστικά από σκουπίδια – σε ένα αισιόδοξο γλυκό αποκαλόκαιρο.
Η τρυφερή, γεμάτη ζέση ματιά της, θα καλύψει τα τραύματα της ηρωίδας, που φαίνεται ότι έπρεπε να έχει ενηλικιωθεί πολύ πριν από τα 12 χρόνια της, θα μισοσβήσει και τις όποιες αδυναμίες του φιλμ – η πλοκή δεν πείθει πάντα, το φανταστικό στοιχείο μένει αστήριχτο, η δύναμη της εικόνας δεν συμβαδίζει ορισμένες φορές από το ισχνό σενάριο. Όμως, η Άρνολντ παραμένει αισιόδοξη για όλα αυτά τα παιδιά που έρχονται στον κόσμο από καταστροφικούς γονείς και προσφέρει διεξόδους, που στηρίζονται στη νεανική φαντασία, στα όνειρα για ένα μέλλον που μας χωρούν όλους.
Η νεαρή και πρωτοεμφανιζόμενη Νικίγια Άνταμς είναι πειστική και γεμάτη ζωντάνια, ο Μπάρι Κιόγκαν, στον ρόλο του νεαρού πατέρα, αξιοθαύμαστος και ο Φραντς Ρογκόφσκι απόλυτα ταιριαστός με τον ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα, που υποδύεται.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η 12χρονη Μπέιλι πασχίζει να επιβιώσει στο ναρκοπέδιο της δυσλειτουργικής της οικογένειας, διχασμένη ανάμεσα σε έναν ανώριμο πατέρα που ετοιμάζεται να παντρευτεί και μια μητέρα που ζει υπό τις μόνιμες απειλές ενός κακοποιητικού συντρόφου. Αντιμέτωπη με μια δύσκολη εφηβεία, θα βρει ανέλπιστο σύμμαχο στο πρόσωπο ενός μυστηριώδους ξένου.
Ρισελιέ
(“Richelieu”) Κοινωνικό δράμα, καναδικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Πιέρ Φιλίπ Σεβινί, με τους Αριάν Καστεγιάνος, Μαρκ Αντρέ Γκρόντιν, Κριστίν Μπολέ, Εμίλ Σνάιντερ, Μαρκ Μποτρέ κα.
Χωρίς περιστροφές, το δυνατό κι επίκαιρο κοινωνικό δράμα του πρωτοεμφανιζόμενου Πιέρ Φιλίπ Σεβινί από το Κεμπέκ, αφηγείται με αμεσότητα και σκληρό ρεαλισμό την απάνθρωπη εκμετάλλευση των εργατών και ειδικά των μεταναστών, σε μία οικονομία που πληροί όλους τους κανόνες του άγριου πλέον καπιταλισμού.
Μια ταινία πολιτικής αφύπνισης και αμφισβήτησης του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος, όλων αυτών των χωρών που το έχουν υιοθετήσει, μοιράζοντας υπερκέρδη σε επιχειρήσεις και αφήνοντας τους εργαζόμενους έρμαια των αφεντικών τους. Πιέζοντας τους εργάτες μέχρι τελικής πτώσης, ζητώντας υπερωρίες από τους εξαντλημένους εργαζόμενους, για να γλυτώσουν κάνα δολάριο και καταπατώντας κάθε εργασιακό δικαίωμα – κατ’ ουσίαν κάθε ανθρώπινο δικαίωμα – τους πετάνε στην κρεατομηχανή της παραγωγικότητας και εκβιάζοντάς τους ότι αν δεν υποκύψουν σε όλες αυτές τις απαιτήσεις θα τους απελάσουν με συνοπτικές διαδικασίες.
Έπειτα από έναν επώδυνο χωρισμό, που την άφησε με μεγάλα χρέη, η Αριάν αναγκάζεται να πιάσει δουλειά σε μια μονάδα επεξεργασίας σιτηρών έξω από το Κεμπέκ, ως ισπανόφωνη διερμηνέας για τους εποχιακούς εργάτες από τη Λατινική Αμερική. Καθώς αναλαμβάνει χρέη μεσάζοντα μεταξύ των εργαζόμενων που υφίστανται τρομερή εκμετάλλευση και απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, σύντομα θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στη δική της επιβίωση και την παρόρμησή της να τους βοηθήσει.
Ο Σεβινί, συνεχίζοντας να επεκτείνει τους κινηματογραφικούς δρόμους που έχει ανοίξει ο Κεν Λόουτς για την εργατική τάξη και την ακραία εκμετάλλευσή της, θα δείξει την αγάπη του προς τους αφανείς ήρωές του και ταυτόχρονα, θα αναδείξει τη βαρβαρότητα που μπορεί να κρύβεται σε ένα εργοτάξιο και σε μια χώρα που θεωρείται παράδειγμα δημοκρατίας.
Σε μια χώρα, τον Καναδά, κράτος πρότυπο για τα δικαιώματα, όπου απαγορεύεται ο συνδικαλισμός και θεωρείται δόκιμο οι εργαζόμενοι να δουλεύουν 60 ώρες την εβδομάδα και η ανεξέλεγκτη εργοδοσία μπορεί να τους παρακολουθεί ακόμη και όταν αναπαύονται.
Ο νεαρός Καναδός σκηνοθέτης, με την ορμή του πρωτάρη, αλλά και με μία ξεχωριστή ωριμότητα, θα αφηγηθεί αυθεντικά και ρεαλιστικά την ιστορία του, θα βουτήξει στις λάσπες μαζί με τους εργάτες – ήρωές του, αφήνοντας έξω από τα κοφτερά πλάνα του κάθε ευκολία ή μελοδραματισμό, για να προτείνει τη συλλογική και ατομική αξιοπρέπεια, την αναγκαιότητα της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας, έννοιες που πρέπει να εξαφανιστούν αν πρόκειται να κοστίσουν κάτι απ’ τα υπερκέρδη των εταιρειών.
Μία πραγματικά αξιόλογη ταινία, που παρά τις όποιες ελλείψεις της λόγω και της χαμηλής παραγωγής, δικαιώνει απόλυτα τον σκοπό της, είναι φτιαγμένη με απλά υλικά και ψυχή και δίνει τη δυνατότητα στην Καναδή και λατινικής καταγωγής Αριάν Καστεγιάνος να παραδώσει μία εξαίρετη και γεμάτη ανθρωπιά ερμηνεία.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Η καταχρεωμένη Αριάν αναγκάζεται να πιάσει δουλειά σε μια μονάδα επεξεργασίας σιτηρών ως ισπανόφωνη διερμηνέας για τους εποχιακούς εργάτες από τη Λατινική Αμερική. Συνειδητοποιώντας την τρομερή εκμετάλλευση των εργαζομένων από την εργοδοσία, σύντομα θα διχαστεί ανάμεσα στη δική της επιβίωση και την παρόρμησή της να τους βοηθήσει.
Heretic
(“Heretic”) Ταινία τρόμου, αμερικάνικης παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Σκοτ Μπεκ και Μπράιαν Γουντς, με τους Χιου Γκραντ, Σόφι Θάτσερ, Κλόι Ιστ, Τόφερ Γκρέις κα.
Ο Χιου Γκραντ επιστρέφει έπειτα από 35 χρόνια σε μία ταινία τρόμου και μάλιστα, με την υπογραφή των αμερικάνικων ανεξάρτητων στούντιο Α24, που επιχειρούν πλέον να απευθυνθούν σε ένα ευρύτερο κοινό ακόμη και αιρετικά, όπως λέει και ο τίτλος.
Ωστόσο, το εγχείρημα δεν στηρίζεται μόνο στον Βρετανό σταρ, αλλά και στις εξαιρετικές ερμηνείες των δυο συμπρωταγωνιστριών του, τις Σόφι Θάτσερ και Κλόι Ιστ, στον ρόλο των ανυποψίαστων θυμάτων του, ενώ τη σκηνοθεσία ανέλαβαν οι Σκοτ Μπεκ και Μπράιαν Γουντς, σεναριογράφοι του «Ένα Ήσυχο Μέρος», ένα υποβλητικό θρίλερ, που έγινε μεγάλη επιτυχία.
Το στόρι, που συνυπογράφουν οι δυο σκηνοθέτες, θέλει δύο νεαρές ιεραποστόλους μίας θρησκευτικής αίρεσης, την αποφασιστική Μπαρνς και τη συνεσταλμένη Πάξτον, να χτυπούν την πόρτα ενός μοναχικού Άγγλου, του Ριντ, ο οποίος τις προσκαλεί να μπουν στο σπίτι του, αφού τις διαβεβαιώνει ότι σε αυτό βρίσκεται και η γυναίκα του, κάτι που είναι απαραίτητο για να μπουν τα κορίτσια σε μια ξένη οικία. Η γυναίκα του δεν εμφανίζεται, γιατί όπως ισχυρίζεται ο Ριντ ετοιμάζει μία πίτα βατόμουρου και όταν αυτός πάει στην κουζίνα, η Μπαρνς θα συνειδητοποιήσει ότι η μυρωδιά της πίτας έρχεται από ένα αρωματικό κερί και καταλαβαίνει ότι η εξώπορτα είναι κλειδωμένη και έχει χαθεί το σήμα τηλεφώνου. Η περιπέτεια των δυο κοριτσιών μόλις έχει αρχίσει…
Ο ψυχολογικός τρόμος παντρεύεται με το παιχνίδι του μυαλού και τις αλληγορικές αναφορές για τη θρησκεία και τη μεταθανάτια ζωή. Οι διάλογοι διαθέτουν σπιρτάδα και ένα διακριτικό χιούμορ, ενώ οι ανατριχίλες έρχονται πολύ νωρίτερα από την αποκάλυψη του αληθινού προσώπου του σατανικού «προφήτη» Χιου Γκραντ, καθώς σε αυτό βοηθά και το μοντάζ, αλλά και οι μακρινές ακίνητες λήψεις.
Το φιλμ, φαίνεται να ξεφεύγει από τα τετριμένα , αλλά από ένα σημείο και μετά χάνει και τον ειρμό της και υποκύπτει σχετικά σε κάποια κλισέ του είδους, παρότι το φινάλε επιφυλάσσει μία ανατροπή, η οποία έχει το ενδιαφέρον της.
Ο Χιου Γκραντ, ιδανικός πρωταγωνιστής ρομαντικών κομεντί, θα προσφέρει μία ανατριχιαστική ερμηνεία, ενώ οι Σόφι Θάτσερ και Κλόε Ιστ, λάμπουν μέσα στα σκοτάδια του τρόμου και δένουν αρμονικά.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δύο νεαρές ιεραπόστολοι αναγκάζονται να αποδείξουν την πίστη τους όταν χτυπούν τη λάθος πόρτα. Για κακή τους τύχη τις υποδέχεται ο διαβολικός κύριος Ριντ που τις παγιδεύει σε ένα θανάσιμο παιχνίδι γάτας-ποντικιού.
Tack
(“Tack”) Ντοκιμαντέρ, ελληνικής παραγωγής του 2024, σε σκηνοθεσία Βάνιας Τέρνερ.
Μαχητικό ντοκιμαντέρ για το ξεκίνημα του metoo στην Ελλάδα και όσα ακολούθησαν μέσα από την ιστορία δύο θαρραλέων γυναικών, δυο διαφορετικών γενεών, που αποφάσισαν να μπουν μπροστά για να αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα πεποιθήσεις, στερεότυπα και μια υποκριτική στάση, συνοδευόμενη από τη σιωπή, να δώσουν δύναμη και φωνή σε αρκετές γυναίκες.
Στην ορολογία της ιστιοπλοΐας tack σημαίνει αλλαγή πορείας, κάτι που μαθαίνουν οι ιστιοπλόοι από μικρά παιδιά και ξέρουν πότε πρέπει να γίνει. Μία αθλήτρια από τον Ωρωπό, ενήλικη πια, θα βρει το θάρρος να κάνει tack στην ίδια της τη ζωή, να αλλάξει πορεία, να εκτεθεί και να καταγγείλει τον βιασμό της από τον προπονητή της όταν ακόμη ήταν παιδί και να οδηγήσει την υπόθεση στα δικαστήρια. Πρόκειται για την Αμαλία Προβελεγγίου. Την είχε παρακινήσει η αποφασιστικότητα της ολυμπιονίκη Σοφίας Μπεκατώρου, όταν το 2020, στο πλαίσιο μίας διαδικτυακής ημερίδας, είχε καταγγείλει τον βιασμό της από μεγαλοπαράγοντα της Ομοσπονδίας Ιστιοπλοΐας, που ακόμη διατηρούσε το αξίωμά του. Η απόφασή της θα είναι καθοριστική για τη γέννηση του ελληνικού metoo, αλλά πέρα από φτηνές ταμπέλες και τηλεοπτικά τσιτάτα, θα δώσει το έναυσμα για να σπάσει η σιωπή, να υπάρξει ευαισθητοποίηση και επιτέλους η τοξική ανδρική εξουσία να αρχίσει να «μαζεύεται».
Η Σοφία και η Αμαλία, θα είναι οι δυο πρωταγωνίστριες του ντοκιμαντέρ της Βένιας Τέρνερ, που θα προσπαθήσει με ψύχραιμη ματιά και χωρίς ιδιαίτερο σχολιασμό, αφήνοντας την εικόνα να μιλήσει, να αναδείξει ένα κοινωνικό πρόβλημα, που δεν λύνεται τηλεοπτικά, ούτε πάντα με νόμους και ποινές, αλλά απαιτεί μεγάλη προσπάθεια και εγρήγορση της κοινωνίας.
Ίσως, γι’ αυτό να υπάρχει και ένας τρίτος πρωταγωνιστής, που βρίσκεται στην αίθουσα του δικαστηρίου, μία μικρογραφία, ένα μωσαϊκό της ελληνικής κοινωνίας, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να ανακόψει την ορμή της Αμαλίας, να αλλοιώσει τα γεγονότα ή να τα υποβιβάσει, να την εξαντλήσει ψυχικά, αναδεικνύοντας το κομμάτι αυτό της κοινωνίας, που θεωρεί την ημιμάθεια γνώση, τα στερεότυπα παράδοση και την υποκρισία μετριοπάθεια.
Η Τέρνερ, θα καταγράψει δύσκολες στιγμές για τις δυο γυναίκες θύματα κακοποίησης, τις περισσότερες φορές θα βρει τον ρυθμό της, ξεφεύγοντας από ευκολίες τηλεοπτικής αισθητικής και θα καταφέρει να περάσει το μήνυμα ότι υπάρχει ένα βαθύτερο και διαχρονικό τραύμα, που δεν είναι εύκολο να κλείσει όσο τα στερεότυπα θα κυριαρχούν και οι άνθρωποι – τις περισσότερες φορές οι άνδρες – θα εκμεταλλεύονται την ισχύ τους πάνω στις γυναίκες.
Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες:
Βαϊάνα 2
(Vaiana 2) Η μικρή πριγκίπισσα ξαναπιάνει το ακόντιό της για να υπηρετήσει με συνέπεια την παραμυθένια συνταγή και την έμπνευση της Disney, σε μία παιδική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων και αρκετά φροντισμένη παραγωγή (2024). Ένα απροσδόκητο κάλεσμα των προγόνων στέλνει τη Βαϊάνα, μαζί με τον Μάουι, σε ένα ταξίδι στις μακρινές θάλασσες της Ωκεανίας, σε επικίνδυνα και αχαρτογράφητα νερά. Μία μαγική περιπέτεια, ευχάριστη και συνοδευόμενη από πολλά τραγούδια και μουσικές, που υπογράφουν οι βραβευμένοι με Grammy Έμιλι Μπέαρ, Οπετάια Φοάι και Μαρκ Ματσίνα. Η σκηνοθεσία είναι των καταξιωμένων Ντέιβιντ Ντέρικ Τζούνιορ, Τζέισον Χαντ και Ντέινα Λεντού Μίλερ, ενώ στην ελληνική μεταγλώττιση η Μαρίνα Σάτι και ο Μιχάλης Κουινέλης δανείζουν τη φωνή τους στην Βαϊάνα και τον Μάουι αντίστοιχα.
Η Συμμορία της Συμφοράς
Ελληνική φαρσοκωμωδία του Μάκη Παπαγεωργίου, που για πρώτη φορά ταινία του διανέμεται στους κινηματογράφους. Με πρωταγωνιστή τον stand-up κωμικό Αλέξανδρο Τσουβελά – ιδιαίτερα δημοφιλή στο διαδίκτυο – και με αρκετές τηλεπερσόνες να κρατούν τους δευτερεύοντες ρόλους – ανάμεσά τους ο Τόνι Σφήνος, παίχτες ριάλιτι, ραδιοφωνικοί παραγωγοί κλπ – το φιλμ είναι «εμφανώς επηρεασμένο από την χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας, με μπόλικη γεύση cultιλας», όπως διαφημίζεται. Και μάλλον αυτό τα λέει όλα. Δυο μικροαπατεώνες θέλοντας να πιάσουν την καλή, θα βάλουν στόχο να κλέψουν τη χρηματαποστολή ενός μαφιόζου…