Σε ένα νοητό ταξίδι στον χρόνο, κάπου 110 χρόνια από το σήμερα, η καθημερινότητα στην πολυσυλλεκτική Θεσσαλονίκη του 1912 θα μας φαινόταν σχετικά φτωχή σε επιλογές ψυχαγωγίας με τα σημερινά πρότυπα. Ο κινηματογράφος ήταν ακόμη μια τολμηρή καινοτομία για τις ελίτ, η φωτογραφία σε μεγάλο βαθμό το ίδιο, οι θεατρικές παραστάσεις ήταν προσιτές κυρίως για όσους είχαν την οικονομική δυνατότητα, η λιγοστή ξεκούραση της Κυριακής, για τους περισσότερους ήταν συνήθως συνυφασμένη με μια βόλτα στην πλατεία, ενώ μόνο όσοι ήταν ενσωματωμένοι σε κοινωνικές ομάδες με πρεστίζ συνδεδεμένο με την καταγωγή, τη μόρφωση, την οικονομική επιφάνεια, είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν μια πιο πλουμιστή ζωή δράσεων πολιτισμού.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, μια συνεισφορά πολύτιμη στο πλέγμα της κοινωνικής ζωής της πόλης ήταν αυτή των πολυάριθμων στελεχών του στρατού. «Ήταν μια εποχή γεμάτη αλλαγές. Υπάρχει μια συνεχόμενη παρουσία του ελληνικού στρατού στην πόλη από το 1912 μέχρι το 1941, η οποία μέχρι τώρα δεν είχε παρουσιαστεί με κάποιον τρόπο, ωσάν να μην υπήρχε μέσα στη Θεσσαλονίκη και την κοινωνική και πολιτιστική της ζωή όλος ο κόσμος του στρατού. Στη νέα έκθεση του Πολεμικού Μουσείου και δη του Παραρτήματος Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με το Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, με τίτλο “ Η Κοινωνική και Πολιτιστική Παρουσία των Ενόπλων Δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη. Από την Απελευθέρωση μέχρι την Κατοχή” κάνουμε αυτή την προσπάθεια, επιχειρούμε δηλαδή να αναδείξουμε την παρουσία του στρατού στη Θεσσαλονίκη, από το 1912 και μέχρι την Κατοχή, σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της πόλης», εξηγεί, μιλώντας στο ραδιόφωνο του ΑΠΕ-ΜΠΕ «Πρακτορείο 104,9 FM», ο Βασίλης Νικόλτσιος, συνταγματάρχης ε.α., διευθυντής του Ελληνικού Φαρμακευτικού Μουσείου, συλλέκτης, ειδικός σύμβουλος του Πολεμικού Μουσείου.
Ο κόσμος που έζησε αυτή τη γεμάτη προκλήσεις περίοδο μέχρι και την Κατοχή έζησε μια σειρά από αναταραχές στη ζωή χωρίς τέλος. Η απελευθέρωση της πόλης το 1912, η εγκατάσταση των προσφύγων το 1922, μαζί με την εσωτερική μετανάστευση, αλλά και η φωτιά του 1917 οδήγησαν στο να δημιουργηθεί μια ασφυκτική μεγαλούπολη του 20ού αιώνα, που έβλεπε κανείς να μπολιάζεται πολιτισμικά από κάτι νέο, χρόνο με το χρόνο. Τα συμμαχικά στρατιωτικά σώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν μια παρουσία που λειτουργούσε επιδραστικά σε όλες τις λειτουργίες της πόλης. «Ο στρατός αναγκάστηκε τότε να προσφέρει σκηνές στους χιλιάδες πρόσφυγες, οι οποίοι ήρθαν στη Θεσσαλονίκη από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη, τον Πόντο, με αποτέλεσμα να δοθεί και πάλι άλλο χρώμα στην πόλη. Εκεί, πάλι, ήταν πολύ σημαντική η δυνατότητα του στρατού να μπορεί να προσφέρει μαζικά βοήθεια σε ανθρώπους που είχαν απόλυτη ανάγκη από κάτι τέτοιο. Με την έναρξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, τότε η πόλη βομβαρδίστηκε και πάλι. Όσοι στρατιώτες υπήρχαν, αναγκάστηκαν να προστρέχουν για να βοηθήσουν, σβήνοντας τις φωτιές που άναβαν εξαιτίας του βομβαρδισμού. Μια κοινωνική παρουσία που συνδυάζεται με την πολιτιστική παρουσία» εξηγεί ο κ. Νικόλτσιος.
«Μπάντες των συμμάχων, η ιταλική, η ρωσική, η ελληνική, η βρετανική, οι Σκωτσέζοι με τις φούστες τους και τις εξαιρετικές ιδιαίτερες μουσικές τους, κάθε Κυριακή έδιναν παραστάσεις σε διάφορα σημεία της πόλης, προκειμένου να εντυπωσιάσουν και να κάνουν ό,τι καλύτερο στις παρουσιάσεις αυτές. Ήταν ένα χρώμα, το οποίο εξακολουθεί να φαίνεται μέχρι και σήμερα μέσα στην πόλη. Η συγκεκριμένη πολυχρωμία που υπήρχε τότε, σε όλη τη συγκεκριμένη περίοδο, είναι ανεπανάληπτη. Οι προσπάθειες αυτές να διασκεδάσει το κοινό ήταν, συχνά, το γεγονός του μήνα. Η μουσική που θα έπαιζε σε μια κεντρική πλατεία από μια μπάντα, κυρίως την Αριστοτέλους, και θα έπαιζε δημόσια κάποια τραγούδια, εμβατήρια, ήταν ένα γεγονός κοινωνικό, για το οποίο θα μαζευόταν τότε πολύς κόσμος. Η πυρκαγιά, η προσφυγιά, όλα τα γεγονότα της περιόδου αυτής έφερναν σε πολύ δύσκολη θέση τον απλό κόσμο, που είχε αναγκαστεί να υποστεί πολλά, και αυτά τα πολιτιστικά γεγονότα ήταν ένα “χρώμα”, μιας “παλέτας” κοινωνικοπολιτιστικής της εποχής, που υπήρχε μόνο τότε και χάθηκε στη συνέχεια», περιγράφει ο ειδικός σύμβουλος του Πολεμικού Μουσείου.
Αρχειακό υλικό για ένα ταξίδι στην ψυχαγωγία του χθες
Όπως αναφέρει ο κ. Νικόλτσιος το αρχειακό υλικό είναι κυρίως αυτό που βρέθηκε από το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης και εμπλουτίστηκε με κάποια κειμήλια από τη συλλογή του Λεόντιου Μικρόπουλου, αν/χη (ΜΣ) ε.α, ο οποίος διαθέτει μια εκπληκτική συλλογή στρατιωτικών μουσικών οργάνων, όπως και παρτιτούρες, φωτογραφίες από διάφορες στρατιωτικές μουσικές, οι οποίες πέρασαν το συγκεκριμένο διάστημα από την πόλη, όπως και από τη δική του συλλογή σε ό,τι αφορά παρτιτούρες, γραμμόφωνα, δίσκους, στολές.
Η θεματολογία της έκθεσης χωρίζεται σε τρεις περιόδους. «Είναι η αρχική, όταν ο ελληνικός στρατός μπήκε στη πόλη και βρήκε πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη. Τότε έβαλε τη σφραγίδα του στην πόλη. Άρχισε να κυκλοφορεί, έδωσε μια άλλη οικονομική ζωή και άλλη ασφάλεια στην πόλη, με τη στρατιωτική μουσική μπάντα ταυτόχρονα να βγαίνει έξω στον δρόμο και να παιανίζει διάφορα εμβατήρια, δίνοντας ελεύθερα πια στην πόλη τον παλμό της ελληνικότητας. Μέχρι να φτάσουμε στην περίοδο του 1ου Π.Π., όταν λίγα χρόνια μετά, αλλάζει εντελώς η όψη της πόλης αφού τουλάχιστον 150.000 στρατιώτες των συμμάχων βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη και στο κέντρο της. Αυτοί κυκλοφορούν εκεί και δίνουν τη δική τους νότα αφού “ζητούν” περισσότερη κοινωνικότητα, περισσότερες π.χ μπυραρίες, καφέ, την πόλη να μιλά γαλλικά, πιο πολλά αγγλικά, ενώ βλέπουμε τις πινακίδες να αλλάζουν και να αναγράφουν το περιεχόμενό τους και στα αγγλικά, αλλά και στα γαλλικά. Όλα ώστε να προσελκύσουν τους στρατιώτες αυτούς, που κυκλοφορούσαν μέσα στους δρόμους με τις πολύχρωμες στολές τους. Είναι μια τεράστια αλλαγή» εξηγεί ο κ. Νικόλτσιος.
«Στην ίδια περίοδο», προσθέτει, «είχαμε και τα γεγονότα της πυρκαγιάς, όταν ο κόσμος ήταν εντελώς ανήμπορος στο να βοηθήσει και η παρουσία πια του στρατού και των συμμάχων ήταν σημαντική σε μια, με περιορισμένη επιτυχία, προσπάθεια να σβήσουν τη φωτιά και να περισώσουν την παλιά Θεσσαλονίκη. Αμέσως μετά θα ξεκινήσει μια περίοδος, στην οποία ο στρατός, με τη βοήθεια της γαλλικής αποστολής, ανέλαβε την προσπάθεια επανασχεδίασης της Θεσσαλονίκης, η οποία βέβαια για λόγους μικροκομματικούς τότε, δεν ολοκληρώθηκε και έτσι ένα μέρος μόνο της πόλης έγινε όπως σχεδιάστηκε. Όλα αυτά μέσα σε λίγα χρόνια».
Σοφία Βέμπο
Ποιο από όλα τα πολιτιστικά στοιχεία που συνθέτουν την περίοδο αυτή θα ξεχωρίζαμε ως πιο επιδραστικό από όλα; «Είναι η Σοφία Βέμπο. Δίχως αμφιβολία αυτή ήταν η, αν θέλετε, “ σούπερ σταρ” της περιόδου. Οι δίσκοι της, με μεγάλη προσμονή αναμένονταν να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη γρήγορα, από την Αθήνα κυρίως. Τους προσέμεναν όλοι για να τους τοποθετήσουν στα γραμμόφωνα, όπου αυτά υπήρχαν. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η φωνή και τα τραγούδια της δεν είχαν αντίπαλο εκείνη την περίοδο, ειδικά στα χρόνια πριν από τον 2ο Π.Π και την Κατοχή» απαντά ο κ. Νικόλτσιος.
Όλα αυτά μέχρι το 1941. «Στις παραμονές του πολέμου, από την Αθήνα έφταναν στη Θεσσαλονίκη οι δίσκοι της και έπαιζαν στα γραμμόφωνα της πόλης -είτε σε μπυραρίες, είτε σε άλλα κέντρα που μάζευαν πολίτες της “καλύτερης κοινωνίας”, όπως και στα σπίτια της λεωφόρου Εξοχών. Από τις συναντήσεις σε αυτά τα, κλειστά για το ευρύτερο κοινό πολλές φορές σπίτια, δεν απουσίαζαν οι αξιωματικοί με τους συζύγους τους. Συμμετείχαν σε αυτές τις εκδηλώσεις, δίνοντας το δικό τους χρώμα, με τη δική τους στολή, μια διαφορετική νότα στις παρέες της Θεσσαλονίκης που υπήρχαν εξαιτίας του Γ’ ΣΣ. Όλα αυτά, μέχρι βέβαια το Γ’ Σώμα, αμέσως μετά, να αναγκαστεί να φύγει και να πάει στο μέτωπο της Αλβανίας. Τότε ο στρατός έφτασε να αποχωρήσει σχεδόν στο σύνολό του από τη Θεσσαλονίκη και άρα και από την κοινωνική ζωή της πόλης», καταλήγει ο Έλληνας συλλέκτης.
Η έκθεση «Η Κοινωνική και Πολιτιστική Παρουσία των Ενόπλων Δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη. Από την Απελευθέρωση μέχρι την Κατοχή», στο Πολεμικό Μουσείο/Παράρτημα Θεσσαλονίκης (Γρηγορίου Λαμπράκη 4), άνοιξε τις πύλες της στις 7 Απριλίου 2025 και θα διαρκέσει έως τις 9 Ιουνίου 2025.
