Με σεβασμό στη μνήμη των δικών τους ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή και πιστές στην παράδοση τιμής στους κεκοιμημένους, οι γυναίκες των Ανωγείων βρέθηκαν με την ευκαιρία της Πεντηκοστής στα κοιμητήρια όπου στόλισαν την είσοδο των ψυχών στο τελευταίο τους, κατά την παράδοση, ταξίδι στον πάνω κόσμο.
Η παράδοση σύμφωνα με τον πρωτοπρεσβύτερο Ανδρέα Κεφαλογιάννη που μίλησε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ θέλει τις γυναίκες και τις κοπέλες να τιμούν τους ανθρώπους τους που έφυγαν από τη ζωή στολίζοντας ένα πανέρι με γλυκοκουλούρες, Ανωγιανό Ανθότυρο, τυρί, πλαισιωμένα με καρυδόφυλλα, λουλούδια τριαντάφυλλα τα οποία ευλογούνται και ψάλλονται στην εκκλησία ως την προσφορά ζώντων προς κεκοιμημένους.
Όπως εξηγεί ο π. Κεφαλογιάννης, το πανέρι εμπεριέχει το κυρίαρχο στοιχείο της ταυτότητας των Ανωγείων που ο βίος των κατοίκων του αφορά στην κτηνοτροφία εξ ου και το τυρί προσφέρεται στην μνήμη των ψυχών. “Τα φύλλα όμως της καρυδιάς έχουν τα χαρακτηριστικά ενός ταξιδιού επί γης χωρίς επιστροφή, ταξίδι το οποίο έχει την πικρή γεύση του αποχωρισμού και της έλλειψης χαράς από την παρουσία των δικών μας ανθρώπων. Με τα ίδια καρυδόφυλλα πλένονται και στολίζονται τα μνήματα, ενώ πάνω σε αυτά αφήνονται και οι προσφορές”.
Μέσα στο πανέρι συναντάμε επίσης τα τρία γλυκά μεγάλα κουλούρια τα όποια αντιπροσωπεύουν “…την Αγία Τριάδα, τα οποία μετά μοιράζονται στους κατοίκους και επισκέπτες των Ανωγείων για να συγχωρέσουν τις ψυχές που σύμφωνα με την παράδοση την Ημέρα της Ανάστασης ανεβαίνουν στη γη όπου παραμένουν για πενήντα ημέρες και σήμερα μέρα της Θείας Πεντηκοστής γυρίζουν πίσω”, όπως εξηγεί ο Πρωτοπρεσβύτερος του Αγίου Γεωργίου στο Μεϊντάνι. Συνδέει μάλιστα το συγκεκριμένο έθιμο κατά το οποίο οι Ανωγειανές γονατίζουν πάνω στα φύλλα της Καρυδιάς κατά τη διάρκεια της Γονυκλισίας κατά τη θεία Λειτουργία, με το ότι στην Αρχαιότητα “…θεωρούσαν την καρυδιά ως το δέντρο του Πλούτωνα και το μόνο δέντρο στο ‘Αδη, κάτω από το οποίο βρισκόντουσαν οι ψυχές των κεκοιμημένων”.
Ο ίδιος στην προσπάθειά του να μη χαθούν τα έθιμα, προσπαθεί , όπως λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ, να μεταλαμπαδεύσει την αξία τους τόσο για την πίστη όσο και για τις μικρές τοπικές κοινωνίες στα μικρά παιδιά, σε κάθε ένα ξεχωριστά διότι όπως θεωρεί και είπε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ: “Κάθε μικρό παιδί, περιμένει όχι να μεγαλώσει αλλά να χαμογελάσει, να γελάσει, να νιώσει ασφάλεια στην αγκαλιά της οικογένειας αλλά και της κοινωνίας στην οποία ζει. Κάθε παιδί είναι παιδί μας, είναι υποχρέωση να τους δείξουμε το δρόμο αλλά και να βοηθήσουμε όλα τα παιδιά να χαράξουν με τα δικά τους εργαλεία τους δρόμους που θα διαβούν. Ανάμεσα στα εργαλεία αυτά, ας τους διδάξουμε τη φιλία, την αδελφοσύνη, την αλληλεγγύη, τη σύμπνοια, το ωραίο και το ευπρεπές. Ας τους μάθουμε, τα του τόπου μας και των παραδόσεων μας, για να μπορούν να βαδίζουν στη ζωή τους με την ασφάλεια ότι κάτι γερό τα δένει με τη γενέτειρα γη με τους φίλους και τους δικούς. Να μάθουμε στα παιδιά μας, να αγαπούν χωρίς προσμονές δώρων, αλλά αγνά, ουσιαστικά και ανθρώπινα. Αυτά τα παιδιά θα είναι η ανάπαυση των δικών μας ψυχών και τα νέα γερά θεμέλια για κάθε συνέχεια των κοινωνιών μας”. Κλείνει δε όλη την πεποίθηση του για τα μικρά παιδιά με μία μαντινάδα “Σαν όνειρο μικρού παιδιού, με χωρατά και γέλια, έπρεπε ο κόσμος να χτιστεί, νά ΄χει γερά θεμέλια”.