Το 1929 ανεβαίνει στη Γερμανία ένα θεατρικό έργο με τον μυστηριώδη τίτλο Κυανιούχο Κάλιο (πρωτότυπος τίτλος: CYANKALI). Δημιουργός του ο πολιτικοποιημένος γερμανοεβραίος δραματουργός και γιατρός Friedrich Wolf, ο οποίος, μέσα από τη διπλή του ιδιότητα εμπνεύστηκε το Κυανιούχο Κάλιο ως «όπλο» στον αγώνα για την κατάργηση του νόμου που απαγόρευε τις αμβλώσεις στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, επισημαίνεται σχετικά με την παράσταση, σε σημείωμα της παραγωγής.
Στο ίδιο σημείωμα σχετικά με το έργο αναφέρεται ότι, χαρακτηρίστηκε ως docudrama και σημείωσε τεράστια επιτυχία στην εποχή του, προκαλώντας ταυτόχρονα πρωτοφανές σκάνδαλο, αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας η οποία μένει έγκυος και δεν μπορεί ούτε επιθυμεί να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, και τελικά πληρώνει με τον πιο βίαιο τρόπο την επιλογή της. Με επίκεντρο το χρονικό μιας παράνομης άμβλωσης στη δίνη της μεγάλης οικονομικής ύφεσης και πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου, το έργο αναδεικνύει σημαντικά επιμέρους ζητήματα όπως η ταξική διάσταση του δικαιώματος της επιλογής, η κοινωνική υποκρισία, η διαφθορά του χώρου της υγείας, οι στερεοτυπικές αναπαραστάσεις και προσδοκώμενες επιτελέσεις της γυναικείας ταυτότητας, η εκμετάλλευση της γυναίκας σε ευάλωτη θέση κ.α.
Έναν αιώνα μετά, η ιστορία της νεαρής ηρωίδας του Wolf, της 20χρονης Χέτε, είναι μια από τις ιστορίες εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών που καταφεύγουν κάθε χρόνο σε παράνομες κι επικίνδυνες επεμβάσεις, χάνοντας τη ζωή τους ή τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα το σώμα και την ψυχή τους.
Με το Κυανιούχο Κάλιο, η σκηνοθέτιδα Μάρθα Μπουζιούρη βαθαίνει την ενασχόλησή της με τα ζητήματα της έμφυλης βίας και της γυναικείας αυτοδιάθεσης, όπως αυτά έχουν αποτυπωθεί σε προηγούμενες παραστάσεις θεάτρου ντοκιμαντέρ (Pietà, Tα Ταξίδια της Πηνελόπης, Αμάρυνθος κ.α.). Δίνοντας αυτή τη φορά περισσότερο χώρο στη μυθοπλασία, συστήνει το άγνωστο έργο του Friedrich Wolfστο ελληνικό κοινό, επιχειρώντας με την ομάδα της μια «συνομιλία» τόσο με το σήμερα όσο και με το πρωτότυπο έργο και τον δημιουργό του, ο οποίος διώχθηκε, φυλακίστηκε κι εξορίστηκε για την δράση και τις ιδέες του, αφού, παρά την απόσταση ενός αιώνα, το CYANKALI φαντάζει πιο επίκαιρο, τολμηρό κι αναγκαίο από ποτέ.
Οι συντελεστές
Πρωτότυπο κείμενο: Friedrich Wolf
Μετάφραση: Κωστής Καλλιβρετάκης
Σύλληψη-Σκηνοθεσία: Μάρθα Μπουζιούρη
Έρευνα-Δραματουργική επεξεργασία: Μάρθα Μπουζιούρη – Παρασκευή Λυπημένου
Συνομιλία με το πρωτότυπο: Η Ομάδα
Σκηνικός Χώρος – Σχεδιασμός Φωτισμών: Ζωή Μολυβδά Φαμέλη
Κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα
Πρωτότυπη Μουσική – Sound Art: Άννα Στερεοπούλου
Επιμέλεια Κίνησης: Μαριέλα Νέστορα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Παρασκευή Λυπημένου
Δημιουργία – Επιμέλεια Videos: Σόφη Χατζοπούλου
Γραφιστικός Σχεδιασμός – Φωτογραφίες: Θοδωρής Πετρόπουλος
Ηθοποιοί: Γωγώ Καρτσάνα, Νίκος Κουκάς, Μάρθα Μπουζιούρη, Κλέαρχος Παπαγεωργίου, Εύα Σαμιώτη
Παραγωγή: PLAYS2PLACE, σε συμπαραγωγή με το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά.
Η παράσταση πραγματοποιείται με την οικονομική υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Σκηνή Ωμέγα
Από 7 Νοεμβρίου έως 1 Δεκεμβρίου 2024
Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο στις 20.30 και Κυριακή στις 19.00
Διάρκεια παράστασης: 90 λεπτά
Η παράσταση είναι κατάλληλη από16+.
Σε σημείωμα της σκηνοθέτριας αναφέρεται:
«Μα γιατί να κάνεις μια παράσταση για τις αμβλώσεις; Αφού στην Ελλάδα είναι νόμιμες», ήταν κάποιες φορές ο αντίλογος στο άκουσμα του ανεβάσματος του έργου ΚΥΑΝΙΟΥΧΟ ΚΑΛΙΟ. Ακριβώς αυτή η αθώα ερώτηση καθιστά την παρουσίασή του στην Ελλάδα – και όχι μόνο – επιτακτική σήμερα.
Είναι σημαντικό να ακουστεί πως το δικαίωμα στην άμβλωση απαγορεύεται καθολικά σε 24 χώρες του κόσμου, ενώ περισσότερες από 50 χώρες επιτρέπουν τις αμβλώσεις μόνο όταν συντρέχουν ειδικοί λόγοι (π.χ. όταν κινδυνεύει η υγεία της γυναίκας ή διαπιστώνεται εμβρυϊκή ανωμαλία). Χιλιάδες γυναίκες πεθαίνουν παγκοσμίως κάθε χρόνο από επιπλοκές κατά τη διάρκεια μη ασφαλών αμβλώσεων, επειδή δεν έχουν πρόσβαση σε νόμιμες, ασφαλείς και αξιοπρεπείς ιατρικές υπηρεσίες διακοπής ανεπιθύμητης κύησης, όχι μόνο σε ανελεύθερα ή σκοταδιστικά καθεστώτα, αλλά στην καρδιά του δημοκρατικού κόσμου.
Είναι σημαντικό να ακουστεί πως η διασφάλιση του δικαιώματος των γυναικών σε ασφαλή και αξιοπρεπή άμβλωση δεν είναι κοινωνικά και ιατρικά κατοχυρωμένη, ακόμα και σε χώρες που είναι κατοχυρωμένη νομικά.
Είναι σημαντικό να ακουστεί πως το δικαίωμα στην άμβλωση δεν αμφισβητείται ή παρεμποδίζεται μονάχα, αλλά μπορεί πολύ εύκολα να ανατραπεί όπως μας έδειξε το πρόσφατο παράδειγμα των ΗΠΑ και το πιο οικείο άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπως η Πολωνία, η Μάλτα, η Ανδόρρα.
Είναι σημαντικό να ακουστεί πως παρόλες τις απειλές, τις απαγορεύσεις, τις κυρώσεις ή την απαξίωση, οι γυναίκες δεν θα πάψουν να κάνουν αμβλώσεις. Αν είναι απαγορευμένες στον τόπο διαμονής τους, θα ταξιδέψουν σε κάποια άλλη χώρα. Κι αν δεν έχουν τα οικονομικά μέσα να το κάνουν, θα τις κάνουν χωρίς ασφάλεια, ρισκάροντας τη ζωή και την υγεία τους.
Είναι σημαντικό, τέλος, να ακουστεί πως η άμβλωση δεν είναι μια εύκολη επιλογή για καμία γυναίκα. Πως συχνά σηματοδοτεί μια τραυματική εμπειρία για το σώμα και την ψυχή, και πως ίσως έχουν προηγηθεί άλλες μορφές βίας – κοινωνική, ψυχολογική, οικονομική, έμφυλη – προτού οδηγηθεί μια γυναίκα σε μια τέτοια επιλογή.
Όλα τα παραπάνω ζητήματα αναδείχθηκαν μέσα από έρευνα αρχείου, συνεντεύξεις με Ελληνίδες γυναικολόγους, αλλά και άτυπες συζητήσεις με άλλες γυναίκες του στενού φιλικού κι ευρύτερου κύκλου μου, οδηγώντας με να συνειδητοποιήσω και κάτι ακόμα: πως το «κεφάλαιο άμβλωση» παραμένει ένα τεράστιο ταμπού. Από τους κατασταλτικούς νόμους του 1920 μέχρι τα φεμινιστικά κινήματα της δεκαετίας του ‘60, η ιστορία του δικαιώματος των γυναικών επάνω στο σώμα μας ξετυλίγεται σαν να χρειάζεται να αποδείξουμε ότι μας ανήκει. Σαν να χρειάζεται να απαντήσουμε, να λογοδοτήσουμε, να απολογηθούμε σε ένα αόρατο και πανταχού παρόν δικαστήριο που αποφαίνεται πως η άμβλωση είναι έγκλημα.
Ναι, είναι 2024 και χρειάζεται ακόμα να αγωνιζόμαστε και να μιλάμε για όχι αυτονόητα δικαιώματα. Όπως μίλησε στο τέλος της δεκαετία του ’20 ο πολιτικοποιημένος γερμανοεβραίος δραματουργός και γιατρός Friedrich Wolf. Μέσα από τη διπλή του ιδιότητα, εμπνεύστηκε το θεατρικό έργο ΚΥΑΝΙΟΥΧΟ ΚΑΛΙΟ και το χρησιμοποίησε ως «όπλο» στον αγώνα των γυναικών για την κατάργηση της διαβόητης παραγράφου § 218 του Γερμανικού ποινικού κώδικα που καθιστούσε παράνομες τις αμβλώσεις, και που θα γινόταν ακόμα πιο αυστηρή με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Βλέποντας την παράσταση να ξεσηκώνει θύελλα αντιδράσεων και τελικά να απαγορεύεται στη Γερμανία, ο Wolf φρόντισε να απευθυνθεί σε μαζικότερα ακροατήρια και να καταστήσει το έργο του «αθάνατο» με τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη το 1930.
Η ύπαρξη της ομώνυμης ταινίας του βωβού κινηματογράφου, το καυστικό χιούμορ του έργου, καθώς και η βιωματική σχέση του συγγραφέα με το θέμα του(ως γιατρού που βοηθούσε στην πραγματοποίηση παράνομων αμβλώσεων ρισκάροντας τη ζωή και την καριέρα του) με γοήτευσαν από την πρώτη στιγμή. Ταυτόχρονα, η πρώτη ύλη ενός agit-propμελοδράματος 100 ετών αποτέλεσε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σκηνοθετική πρόκληση: να φωτίσω, μέσα από την υφολογική κι αισθητική απόσταση ενός αιώνα, την ομοιότητα συνθηκών και γεγονότων, την τρομακτική δυνητικότητα της Ιστορίας που επαναλαμβάνεται στην τομή πραγματικότητας και μυθοπλασίας…