«Ήθελα να γράψω γι’ αυτά που μού διηγούνταν ο πατέρας μου. Να μην χαθούν ούτε τα γεγονότα, ούτε οι άνθρωποι. Με το βιβλίο θα υπήρχε απόδειξη ότι αυτοί έζησαν». Με αυτό τον τρόπο περιγράφει η Δέσποινα Ποτούρη, συγγραφέας του μυθιστορήματος «Το ψαλίδι» (εκδ. Ηδύφανο) εξηγούσε στη χθεσινή παρουσίαση του βιβλίου τι ήταν αυτό που την ώθησε στη συγγραφή.
«Το μυθιστόρημα “ Το Ψαλίδι” της Δέσποινας Ποτούρη είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, που ξεκινάει με ένα έγκλημα στη γειτονιά – το νουάρ της πλοκής, άλλα το βιβλίο είναι μια ιστορία οικογένειας, των γυναικών στην Τριανδρία της Θεσσαλονίκης. Της προσφυγιάς από το 1922 μέχρι το 1960, με ρεαλισμό και συναίσθημα αλλά και ασπρόμαυρη κινηματογραφική αφήγηση», τόνισε η Κική Κυρίμη, φιλόλογος – ιστορικός, στη δική της τοποθέτηση στην παρουσίαση.
Για το βιβλίο μίλησαν, επίσης, η Αναστασία Χρυσαφίδου, φιλόλογος-συγγραφέας και ο Βασίλης Μέλφος, καθηγητής του Τμήματος Γεωλογία του ΑΠΘ. «Είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα και αφηγείται την ιστορία της οικογένειας, μιας οικογένειας προσφύγων, που μετά από κακουχίες και βάσανα, εγκαταστάθηκε σε πρόχειρες αυτοσχέδιες κατασκευές στις παρυφές της μικρής μας τότε συνοικίας, πλάι στο ρέμα. Το λυτρωτικό για μένα είναι -και για τους αναγνώστες θα είναι, αφού διαβάσουν το βιβλίο- μια γνώση μέσω της εν-συναίσθησης, και αυτό σημαίνει φως και ελπίδα για όλους μας», επισήμανε η συγγραφέας.
Στο βίβλο της, οι μνήμες της παιδικής ηλικίας είναι γλυκόπικρες και νοσταλγικές, με ανέχεια αλλά και αγάπη, αλλά και πολύ τραυματικές, με αρρώστια, θεραπευτήριο, φόβους, ανασφάλεια, αίσθημα εγκατάλειψης…
Στο βιβλίο της Δέσποινας Ποτούρη συναντάμε πολλά στοιχεία, ιδιαίτερα γλωσσικά, του Πόντου, λόγω της καταγωγής της. «Το θεωρώ αυτονόητο να με έχει επηρεάσει η ποντιακή καταγωγή μου, αν σκεφτώ ότι τα πρώτα τρυφερά λόγια αγάπης τα άκουσα στην ποντιακή γλώσσα από τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Με τα “ λελεύω την ψύς, πουλόπο μ’”, “ τζιέριμ”, “ γουρπάν να ίνομαι” με κανάκευαν. Μεγαλώνοντας, τα άκουγα μέσα στο σπίτι, επειδή και ο πατέρας μου τα μιλούσε φαρσί. Παρόλο που ήταν Προύσσαλης ζούσε σε χωριό Ποντίων και τα ήξερε. Έτσι τα έμαθα κι εγώ, ακούγοντάς τα. Είναι, επίσης, αυτονόητο για μένα να έχουν επηρεάσει το γράψιμο και την έμπνευσή μου η γλώσσα και τα ήθη τους καθώς οι καταγραφές στον εγκέφαλό μου έγιναν από τη βρεφική μου ηλικία και οι δρόμοι που ανοίχτηκαν εκεί, λειτουργούν αυτόματα. Όμως εξίσου με την ποντιακή μου ρίζα επέδρασε πάνω μου και η μικρασιάτικη καταγωγή του πατέρα μου, ο οποίος με δίδαξε και μού μετέφερε τα ήθη και τις παραδόσεις της πατρίδας τους, της Προύσσας», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Ποτούρη και συνεχίζει:
«Σε ό,τι αφορά τους γονείς μου, τον Γιωργάκη και την Παναγιώτα, είναι πραγματικότητα- βεβαίως δραματοποιημένη. Πέρα για πέρα αληθινή είναι η μνήμη μου από το Πρεβαντόριο. Όμως, όπως συμβαίνει με τα μυθιστορήματα, αρχίζουν και εμφανίζονται από το πουθενά φανταστικά πρόσωπα, καινούργιοι ήρωες, εγκλήματα και πλοκή που τρέχει σαν από μόνη της. Από ένα σημείο και μετά, όταν εγκαθίστανται στην παραγκογειτονιά, το βιβλίο γίνεται καθαρή μυθοπλασία, η οποία, όμως, βασίζεται σε ψιθύρους και σε φήμες που κυκλοφορούσαν στην ευρύτερη συνοικία. Σ’ αυτήν την πορεία αντιλήφθηκα ότι ουσιαστικά έγραφα για τη βία».
«Γιατί “ Το ψαλίδι”;», ρωτάμε τη συγγραφέα, και μας απαντάει: «Το ψαλίδι είναι ένα απαραίτητο εργαλείο μιας νοικοκυράς, της μοδίστρας, αλλά μπορεί να βρεθεί και στα χέρια του εγκληματία…», απαντάει. Και συμπληρώνει: «βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας χρονιάς, ημέρες των Χριστουγέννων. Ας δούμε το ψαλίδι που θα κόψει όλες τις σημερινές κακοτυχίες στον κόσμο να φέρει ήρεμη αγάπη και συμφωνία μεταξύ των λαών».
